Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Καλλικέλαδο ένα πουλί

Βλέπω τη ζωή π’ ακράτητη στριφογυρίζει.
Τον πύρινο ανεμοστρόβιλο κοιτώ
κι Ίμερος το πρόσωπό μου φλογίζει,
αχ, μέσα του να βρισκόμουν κι εγώ!

Στα στήθη βράζει ο πόθος και τσιτσιρίζει
κι όλο το «είναι» μου, Έρωτα για ζωή λαχταρά,
έναν Έρωτα που η λογική
μου τον αρνείται κατηγορηματικά
κι όλο μου φωνάζει: «φτάνει πια»!
Μα εγώ ακούω τη καρδιά μου π’ ακόμα σφυροκοπά
με προσδοκία για του κόσμου τα ωραία και τα καλά!

Κάτω, βρυχάται το κύμα κι αφρίζει.
Απ’ ολούθε άγρια ο βοριάς σφυρίζει.
Πέρα, η θάλασσα γαλανίζει.
Μα εγώ κοίταξα πάνω μου ψηλά
Και σαν είδα τον Ήλιο να λαμπυρίζει,
αμέτοχος στη κοσμική αναρχία,
ξεπερνώντας νωχελικούς βηματισμούς
υπερπηδώντας λογικής δισταγμούς
το πνεύμα μου έκανα παρευθύς μια σχεδία
τη θάλασσα να διαπλεύσω ζωή.

Και ταξιδεύοντας μαζί του δω κι εκεί
τη καρδιά μου έβαλα πυξίδα να μ’ οδηγεί.
Κι όπως τη θάλασσα η σκέψη μου σκίζει,
τη θάλασσα-ζωή την αγριωπή, που υπόκωφα μουγκρίζει,
την ψυχή μου όρθωσα γαλάζιο μεταξωτό πανί.
Κι εκείνο φουσκώνει, σχήματα διάφορα παίρνει,
ώσπου μικρό γίνεται καλλικέλαδο τελικά ένα πουλί.
Αψηφά του άνεμου την οργή
που απ’ όλες τις πλευρές διαρκώς το δέρνει
κι εμψυχωμένο απ’ τη μεγαλοπρέπεια τη συμπαντική
στη ζωή τραγουδά, πρίμο-σιγόντο με την ψυχή
όλα κείνα τα τραγούδια που με ψιθυριστή φωνή
λέει το στόμα του εραστή.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Γράμματα έξη, σε μια λέξη

Δεν προσπαθώ να το κρύψω
Ούτε διστάζω να το μολογήσω
Μα ο νους χάνεται σαν συλλογισθεί
με ποιον απ’ όλους τους τρόπους να εκφρασθεί.
Μπερδεύεται η γλώσσα και λόγο δεν μπορώ ν’ αρθρώσω.
Τρέμει το χέρι σαν γράφει για αισθήματα στο χαρτί.
Όμως θέλω το κλειδί να φανερώσω
πως ανοίγει της καρδιάς η πόρτα η κλειστή.

Γράμματα έξη,
απ’ το αλφάβητο διαλέγω το Ελληνικό.
Με ευλάβεια τα ζευγαρώνω σε μια λέξη
κι ευθύς ζωογόνος γραφή γεννιέται
κι από μέσα της λόγος μυριόκαλος ξεπετιέται:
Σ’ - Α – Γ- Α- Π- Ω!

Ω! απλά γράμματα έξη, ζευγαρωμένα σε μια λέξη,
μ’ οποιοδήποτε καιρό, χιονίσει, βρέξει,
τί γραφή ακατάλυτη εγκυμονούν με νόημα υπερβατικό!
Και σαν ο λόγος απ’ το «είναι» της καρδιάς αναβλύζει
αστείρευτη πηγή φωτός στη ζωή ξεχειλίζει
και τον ίδιο τον θάνατο εξορίζει στο κενό!

Το «πλοίο» της ζωής σου

Το «πλοίο» της ζωής σου
στη ρότα του σαν συναντά
οργισμένη θάλασσα που σαν Χάρυβδη βροντά
και σαν Σκύλα αφηνιασμένη αλυχτά
κι ο αγέρας, συνεπίκουρος από κοντά,
το γέρνει δεξιά, το γέρνει ζερβά
κι όρη πανύψηλα τα κύματα μπροστά ορθώνει,
πύργους ακλόνητους πίσω τα ψηλώνει
και θαρρείς πώς καταφθάνει πια η ώρα του χαμού,

όσο μέσα του καπετάνιο ετοιμοπόλεμο έχει το νου,
να παλεύει και ν’ αψηφά
τα κύματα που πάνω του χιμούν θεριά
κι αντρειωμένη την ψυχή σου
το τιμόνι να κρατά γερά,
ακόμη κι αν το πνίγουν τα νερά,
δεν βυθίζεται
κι ο κόσμος του είναι σου,
σώνεται και δεν πνίγεται.

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Το τραγούδι της σιωπής

Το τραγούδι της σιωπής

1
Να τραγουδήσω ήθελα στη Μεγάλη χορωδία της Ζωής.
Και δεδομένης στιγμής
στο πάλκο σαν ανέβηκα πανευτυχής,
όμοια ηλιόχαρο καλοκαίρι,
στο στήθος έβαλα το χέρι
κι ενώπιον της κριτικής επιτροπής,
χείμαρρος ξεχείλισε απ’ το στόμα, της καρδιάς η φωνή!

Του κόσμου τους ήλιους και πανσελήνους ανυμνούσα!
Για τις χαρές και την ομορφιά στη ζωή τραγουδούσα!
Αυγινά γλυκοχαράματα και χρυσαφένια δειλινά εξυμνούσα!
Μα ως φαίνεται παράφωνη ακουγόμουνα και τόσο πολύ,
που στον ήχο της φωνής μου τ’ αυτιά τους βούλωναν οι κριτικοί,
ειρωνικά οι θεατές γελούσανε οι πιο πολλοί
κι ο διευθύνων μαέστρος μ’ απέβαλε απ’ το χώρο της σκηνής.
2
Ράπισμα δυνατό η διαγραφή μου
απ’ τα γίγνεσθαι στη χορωδία της Ζωής.
Λύγισα, μα το κεφάλι δεν έχωσα στην άμμο της γης.
Πείσμωσα, φωτιά πήραν οι συλλογισμοί μου
κι ανασηκώνοντας το κορμί μου,
είπα σε κριτικούς και θεατές παρευθύς:
Η φωνή της καρδιάς έχει τόσο απαλή χροιά
που σαν τραγουδάει, εξευγενισμένες ψυχές αγγίζει μοναχά.
3
Κι ύστερα, με σκέψεις που ’ρχονταν στο μυαλό
με ζαρκαδιού πηδήματα,
πήρα τους δρόμους της γης
με της καρδιάς καθοδηγούμενη τα δυνατά χτυπήματα,
τον μύθο μου να πλάσω στο ξεδίπλωμα της διαδρομής.

Κι αφότου έγινα με τον καιρό του Ήλιου ζηλωτής.
μες απ’ το «είναι» της Παγκόσμιας Ψυχής
άντλησα τις ανείπωτες του κόσμου νότες μουσικής.
Και ζυγιάζοντας τα «κατά και τα υπέρ» της ζωής,
ένα τραγούδι συνέθεσα, το δικό μου τραγούδι της σιωπής.

Και μ’ ήχο πλάγιο, ψιθυριστό,
μοναχικός τραγουδιστής,
πότε με κλάμα για το παρελθόν,
πότε με γέλιο για το παρόν
κι άλλοτε για το μέλλον μ’ ένα χαμόγελο αχνό,
τον Θεό που πιστεύω,
τον δικό μου Θεό που όλες τις φωνές ακούει, εξυμνώ
και για τη Ζωή που λατρεύω,
έστω και παράφωνα, το τραγούδι της σιωπής
αρχίζω να τραγουδώ.

Από την ποιητική συλλογή μου "Τραγούδια της σιωπής"

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2008

Μες απ’ τη μάσκα του «καθωσπρεπισμού»
Φίλε περαστικέ, μη με κοιτάς αφ’ αψηλού
και μ’ έπαρση μου μιλάς ειδικού
περί παντός επιστητού!
Τα δικά μου λόγια είναι φτωχά,
λόγια κοφτά,
μα ψυχής φανερώνουν μυστικά.

Λάθος με μετράει,
όποιος έξω απ’ την καρδιά του μ’ αφήνει.
Μα κείνος που μ’ εκτιμάει και μ’ αγαπάει,
φτερουγίζει μαζί μου μ’ εμπιστοσύνη
και ψηλά, στ’ άπλωμα τ’ ουρανού πετάει.
Τα φτερά του είμαι εγώ κι η δική μου γαλήνη.

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2008

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008

Το μεγάλο φαγοπότι


Πόθησα, ευάερο κι ευήλιο ένα «σπίτι» να οικοδομήσω.
Και σ’ αυτό δια βίου με την αγάπη συντροφιά να κατοικήσω.
Κι έχτισα λοιπόν μικρό ένα σπίτι στου «ήλιου» τη κοιλάδα,
τ’ όνομά της Ελλάδα,
μ’ όλα τα παραθύρια του ανοικτά
να χορταίνει το βλέμμα της φύσης την ομορφιά.

Κι ένα κήπο έφτιαξα γύρω να τον τρέφει φως και λιακάδα.
Καρποφόρα φύτεψα δέντρα και πολύχρωμα φυτά,
κληματαριά κι αγιόκλημα, γιασεμί περικοκλάδα
κι αντάμα κόκκινη αναρριχώμενη μια τριανταφυλλιά.

Τέλος, σαν όλα ήταν έτοιμα κι ήταν όλα μια ζωγραφιά,
πρόσκληση έστειλα, να ’λθουν συγγενείς και φίλοι αδελφικοί,
ακόμη και σ’ εκείνους που δεν ήταν πια και τόσο φιλικοί,
να κοπιάσουν όλοι για της χαράς που ετοίμαζα τη γιορτή.

Μεγάλο τραπέζι έστρωσα στη δροσερή αυλή,
κορφολογώντας απ’ όλα τ’ αγαθά που δίνει η μάνα γη,
φρούτα ζουμερά και φρέσκα λαχανικά,
ψωμί ζυμωτό κι άφθονο σπιτικό κρασί.

Φόρεμα της Άνοιξης δανείστηκα κι έντυσα το κορμί
κι άνοιξα τη πόρτα περιμένοντας να εισέλθει η ζωή.
Στο κατώφλι πρωτο-καλωσόρισα τ’ ουρανού τα πουλιά,
π’ άρχισαν να στήνουν φωλιές στα καταπράσινα κλαδιά,
τιτιβίζοντας του έρωτά τους τη μουσική!

Και στις φλέβες μου, φλέβες ενός μικρού ποιητή,
Ελπίδας έρρεε, γλυκό παλιό κρασί
πως σα καταφθάσουν οι καλεσμένοι,
φίλοι θα γίνουν ξανά όσοι παρέμεναν κακιωμένοι.
Κι όλη μέρα τον κόσμο περίμενα χαμογελαστή.

Κι ήλθε το δείλι, ήλθε η νύχτα με φεγγαριού φεγγοβολή,
ήλθε το ξημέρωμα και της άλλης αυγής,
πήγε μεσημέρι, μα εκτός από έντομα, τρωκτικά και πουλιά,
δεν φάνηκε άλλος κανείς!

Κι άρχισα φαγοπότι τότε μ’ εκείνα μαζί
και μ’ όσα κοντά μου ζύγωσαν αδέσποτα ζωντανά
κι ένοιωσα πολύ ευτυχής
μια και χόρτασαν αυτά που είχαν ανάγκη τροφής.

Κι όπως άλλα φτερούγιζαν κι άλλα κάθονταν επί της κεφαλής
τιτιβίζοντας νότες ευχαριστήριας μουσικής,
κι άλλα γύρω μου σχημάτιζαν κύκλο ανοικτό,
τότε, αδέσποτα, πετούμενα τ’ ουρανού κι εγώ,

αυθόρμητα ξεσηκωθήκαμε και στήσαμε χορό,
κάτω απ’ τον ήλιο το φλογερό,
έναν απερίγραπτο ξέφρενο ζωής χορό!

Μιαν απορία θα την πω

Μη με πείτε επαναστάτρια,
ούτε πολιτική ακτιβίστρια.
Μια γυναίκα είμαι απλή,
καθημερινή,
που ζει σε μια χώρα μικρή,
υψωμένη ανάμεσα σε βουνών κορφές
κι απλώνεται σε γαλάζιες θάλασσες δαντελωτές.
Πείτε με όμως μια γυναίκα ζωής ποιήτρια,
από ράτσα μαχητική,
μ’ ανεξάντλητο απόθεμα στην υπομονή,
που οδυνηρούς συλλογισμούς απ’ τις εμπειρίες στη ζωή
τους κάνει τραγούδι αντιπολεμικό
διαλέγοντας λέξεις που μήνυμα έχουν πνευματικό και πολιτικό
γιατί πάνω απ’ όλα επιθυμεί
και μ’ έργα το προσπαθεί,
στη συμβίωση των ανθρώπων
αγάπη κι ειρήνη να επικρατεί.

Μα την κρυφή μου απορία πρέπει να την πω.
«Για τις αμαρτίες του κόσμου ο Χριστός πέθανε στο σταυρό,
αλλά δεν ξέρω αν πέθανε και για αυτές των γυναικών».

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008

Δεν φελάνε μονάχα οι ευχές

Δεν φελάνε μονάχα οι ευχές

Γ΄ βραβείο Ποίησης από τον Ε Σ Π Α Ι Ρ Ο, Σερρών


1
Καθαγιασμένου τόπου κι ένδοξης φυλής βλαστάρι
- με «γαλανό τ’ όνειρο» σ’ άσπρο άλογο καβαλάρη-
Γαλουχήθηκα
με τη γλώσσα την αρχαία και νέα Ελληνική.
Διδάχτηκα
των προγόνων τις αρετές και φιλοσοφία.
Ενστερνίστηκα
λεπτομέρειες πολλών παραμέτρων απ’ τη θρησκεία.
Καθοδηγήθηκα
με φως ψυχής, υδρόμελι ανεξάντλητης πηγής
το «αγαπάτε αλλήλους» εχθρούς και φίλους.
Περιπλανήθηκα
με τα βιβλία στο μύθο και την ιστορία.
Και παιδιόθεν μπουρλότο
πυρπόλησε τα σπλάχνα μου η φιλοπατρία
που άσβηστη φλόγα ιερή,
αναστάσιμο καίει μέσα μου κερί.
Κι όταν συνέκρινα
αλήθειες ζωής που γνώριζα στην πορεία,
οραματίστηκα
ένδοξες ημέρες τωρινές για το τόπο που γεννήθηκα,
σ’ ώρα που στην άγια του κληρονομιά με δέος ορκίστηκα.
Και μπορεί να πάρει κάποιος τη ζωή μου
μα όχι και τα οράματα της ψυχής μου,
που τα υφαίνω με τ’ ουρανού το φως το γαλανό.
Στο στέμμα της Γης να ’μπει ξανά η φυλή μου
ένα κι αυτή διαμάντι λαμπερό,
όπως ήταν μια φορά κι ένα καιρό!
Με τούτη πορεύομαι την κρυφή μου ελπίδα.
Είθε να ζήσω τόσο, ν’ αξιωθώ να το δω
και να πεθάνω περήφανη Ελληνίδα!
2
Μα δεν φελάνε μονάχα οι όποιες προσευχές,
ούτε τα μεγάλα λόγια κι οι από καρδιάς ευχές
τα όνειρα και τα οράματα να πάρουν σχήματα και μορφές
κι η φυλή μας επάξια να συγχρονισθεί με τις νέες εποχές
κι ισότιμη να συμβαδίσει με τις άλλες στη γη φυλές!
Και πώς να τα βάλω με το χρόνο που δεν αλλάζει μόνο τις εποχές;
Έχει μεταλλάξει και των ανθρώπων τις καρδιές
κι άδειασε το νου τους από στηρίγματα σ’ αιώνιες αρετές.
Της ζωής τους ο τρόπος ο ρηχός με καταθλίβει!
Ποικιλότροπα η καθημερινότητά τους με συντρίβει.
Και το είναι μου «στα δρώμενά» τους με πόνο σκύβει.
3
Ω! δεν θα βάλω κλάψες και σκουξιές,
που «κοιμήθηκαν» για τα καλά οι άνθρωποι με τις «σκιές».
Πολύστροφος και πολυμήχανος υπήρξε πάντοτε ο νους,
κι άξιος είναι παραθύρι ν’ ανοίξει και στις μέρες τις σημερινές,
ν’ αγναντέψει τη ζωή, Ήλιος να καταυγάσει ξανά τις ψυχές.
Για να πετάξει όμως Ίκαρος ξανά στους ουρανούς,
στη γοητεία του θαύματος αυτού για να παραδοθεί,
με «τ’ αντίθετα δαιμόνια» που τόσο συχνά τον ποδηγετούν
και σ’ ορίζοντες τον καθηλώνει κλειστούς,
πρέπει να ’βρει τρόπο μαζί τους οριστικά να φιλιωθεί!...
4
Με νάματα σοφίας ξανά το νηστικό του πνεύμα να τραφεί!
Να ντυθεί με το φως απ’ των αρετών του την πηγή,
που άφησαν πλούσια κληρονομιά οι πρόγονοί.
Όταν εκείνοι ένωναν τα χέρια και γίνονταν πιο δυνατοί,
γιατί όχι κι εμείς να μη κάνουμε το ίδιο, οι σημερινοί;
Φωτεινοί οι δρόμοι κι η πρόκληση δυνατή.

Όμως για να στηθούν ξανά στη νέα διαδρομή
σημαίες και λάβαρα στις ψηλές κορυφές,
ελπίδες να ξαναγεννηθούν μέσα μας ζωηρές
κι οράματα φωτεινά στις νέες γενιές,
σώφρονες ηγέτες χρειάζονται και δυναμικοί!
Με ιστορική νοημοσύνη,
μπροστά εκείνοι
και σύσσωμος ο λαός μαζί,
του Αριστείδη τ’ αχνάρια ν’ ακολουθήσουμε,
του Σόλωνα, του Λυκούργου, του Αλέξανδρου, του Περικλή!
5
Δύσκολος πάντα ο ανήφορος κι απ’ την Πύλη τη στενή
περνούνε μονάχα οι λίγοι κι εκλεκτοί.
Χρέος να προχωρήσουμε σ’ αυτή τη διαδρομή.
Δρασκελώντας σταθερά τις «κακοτοπιές» της εποχής,
και στηριζόμενοι στα πόδια μας γερά πάνω στη γη,
απ’ την πτώση μας και πάλι ν’ ανυψωθούμε, σαν φυλή!
Στην ανέμη της ιστορίας, ω! ας μη χάνουμε στιγμή,
νέος «μύθος» λαμπρός ν’ αρχίσει να πλέκεται απ’ την αρχή!

Τρίτη 20 Μαΐου 2008

Απόσπασμα από την ποιητική συλλογή"Αγάπης κι Έρωτα Στοχασμοί"

2
Εστιάζομαι σε μια γραφή κι εκείνης επικαλούμενη τη μαρτυρία
πως «…….Η Αθανασία είναι η κόρη του Θανάτου
και ο Θάνατος είναι γιος της Ζωής
και η Ζωή είναι κόρη του Φωτός
και το Φως είναι η αύρα του Θεού
και ο Θεός είναι η Αγάπη, που γίνεται Ποίηση
και ο Έρωτας είναι ο αιώνιος πόθος της Αγάπης,
να γίνεται Ποίηση
και η Ποίηση είναι το λίκνο της Αθανασίας»…{1}
κι όσο των νοημάτων στοχάζομαι την ουσία
σπρώχνω τον εαυτό μου να εισχωρήσω ακόμη πιο βαθιά,
στη δεξαμενή της Σοφίας του Ενός.
Ν’ αντλήσω έννοιες εκεί και νοήματα για τα ερωτικά,
να ’ναι ο λόγος μου πιο μεστός.

Κι ο νους δεν δειλιάζει να τα πει με το στόμα,
πως από παλιά και πριν από τη Βίβλο ακόμα,
Έρωτας κι Αγάπη μυστήρια είναι ιερά,
μ’ ασύλληπτη στην έκτασή τους έννοια και πολύ βαθιά.
Με τη βίωσή τους, αποκαλύπτονται τα μεγάλα μυστικά!
Κι εδώ είναι η μεγάλη στη γήινη διαδρομή διαφορά.
Όσο αγάπη κι έρωτας κρατούνται χειροπιαστά και τρυφερά
σαν άγιο πνεύμα ζωής και Θεϊκής δωρεάς ευλογία,
και μ’ αυτή την έννοια έχουν στη ζωή μας τα πρωτεία,
εξυψώνουν την ύπαρξή μας λαμπρύνοντας την όλη μας πορεία!

3
Μα σαν στρέφω το βλέμμα στη σημερινή μας οδοιπορία,
ω! τί κεραυνοί αντηχούν εν αιθρία!
Όμοια με τους Πρωτόπλαστους, δεν δείχνουμε δυσπιστία
στο «φίδι» που με χίλιους τρόπους μας παραπλανά
και στην Οδύσσεια μας παραπλέοντας απ’ των Σειρήνων τα νησιά
παρακούμε τις εντολές που δόθηκαν με τόση σοφία
και παρασυρόμαστε απ’ τα τραγούδια τα πλανερά!

Με παραινέσεις θεωριών, δολώματα εποχής δελεαστικά,
γιομάτα υποσχέσεις ζωής με δώρα σαγηνευτικά
ω! πώς καταλήξαμε να βιώνουμε τα «ερωτικά»!
Επιδερμικά, δίχως τη ζωογόνα της αγάπης ζεστασιά!

Εκφράζουμε λέξεις γιομάτες σύγχυση κι αμφιβολία!
Οι όρκοι μας μένουν λόγια στην κυριολεξία!
Ω! Πόσο ξεστρατίσαμε από δρόμους αρετών στην πορεία
και πνέει ένας άνεμος στη ζωή, μ’ απόλυτη πλέον ασυδοσία!
4
Το πνεύμα μου δέρνεται από έντονη απορία!
Πού ο σεβασμός στον Έρωτα μ’ Αγάπης μεγαλοπρέπεια;
Πού η Τιμή; Πού η Αξιοπρέπεια;
Πού η εκτίμηση στην Φιλία; Στην καλή γειτονία;

Ω! Λες και γεννήθηκε μια καινούργια θρησκεία
που ’χει σ’ όλο τον κόσμο με ταχύτητα φωτός διαδοθεί,
κι ισοπέδωσε όσα στη ζωή από παλιά νόημα έδιναν κι αξία!
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα και τούτο έχει συμβεί,
αλήθεια, ποια η θέση μας απέναντι στην νέα λατρεία
που στις μέρες μας ενέσκηψε γιομάτη σκοταδισμό;

Θα μείνουμε αδρανείς, άβουλοι και μοιραίοι με το κεφάλι σκυφτό
ή θα κάνουμε την υπέρβαση ν’ αλλάξει τούτο το σκηνικό!
Ε, λοιπόν, ας ξεκινήσουμε όλοι μαζί μια νέα σταυροφορία,
στην οικογένεια, στους χώρους δουλειάς, στα σχολεία,
με τους δικούς, φίλους και γνωστούς στην ευρύτερη κοινωνία,
στη ζωή να επαναφέρουμε του Θείου Έρωτα διάχυτη παρουσία,
φωτός να στεριώνουν έργα, με της Αγάπης τη μαγική ουσία!

Ο δικός μας δρόμος

Ο δικός μας δρόμος

1
Όλο κι όλο το προικιό μας,
σαν ξημέρωνε της νιότης μας η χαραυγή,
ήταν η ευχή των γονιών μας.
Μα στο νου, γεμάτο το σταμνί των προσδοκιών μας.
Ακούγαμε ενθαρρυντική, και μια φωνούλα μυστική,
πως πάντοτε «νικούν οι τολμηροί».

Ας μη μας έδειχνε η ζωή την όψη της την καλή.
Στο κάτω-κάτω, δεν είχαμε και πολλά να χάσουμε,
αν στην αναμέτρηση μαζί της,
την αντοχή μας τολμούσαμε να δοκιμάσουμε.

Κι η φαντασία έκανε δυνατό, το κάθε τι.
Πρόκληση κι όραμα παιδικό,
να ψαρέψουμε ηλιαχτίδες από θάλασσα, γη κι ουρανό,
να φωτίζουν το δρόμο μας λαμπρό.
2
Ριχτήκαμε στο κολύμπι, με τόλμη κι ελπίδα πολλή.
Ο μόνος φόβος, μην και μας σπάσει το σταμνί,
κι οι προσδοκίες στους τέσσερις ανέμους σκορπίσουν,
μήπως και χάσουμε των γονιών μας την ευχή
και σαλαγήσει ο νους κι αδειάσει η ψυχή.
Στου χρόνου τον ξέφρενο καλπασμό
και στης πορείας το τρεχαλητό,
κάποια πράγματα πέθαιναν βουβά
κι άλλα μένανε ατόφια μέσα μας, ζωντανά,
ανάλογα με τη θέση που καταλάμβαναν
και τις ρίζες που άπλωναν στο νου και την καρδιά.
3
Φορές που φουρτούνιαζε απ’ την αδικία η ψυχή,
παρακινώντας μας, αγριεμένοι να πεταχτούμε κι ορθοί,
φορές που το αίμα κόχλαζε καυτό
σε κάθε ταπείνωση που δεχόμασταν πικρή
κι αναστάτωνε του κορμιού το σφυγμό,
στο χτύπημα ν’ απαντήσουμε με χτύπημα και θυμό,
των γονιών το δίδαγμα υπομονής και σωφροσύνης
κατάφερνε να συγκρατεί, κάθε άσκοπη κίνηση βιασύνης.
4
Δύναμη ψυχής των γονιών μας η συμβουλή
κι «όχι ακόμα! Όχι ακόμη! δεν ήλθε ο καιρός να δικαιωθείς,
για κάθε ταπείνωση που δέχτηκες ή θα δεχτείς»,
απαντούσαμε στην οργή. Και το δρόμο συνεχίζαμε μ’ υπομονή.
Πέφταμε, ματώναμε, σηκωνόμασταν, ξανά και ξανά.
Τα δάκτυλα γίνονταν ατσάλινα αγκίστρια,
σφιχτοδένοντας τ’ όνειρο με τη ζωή.

Κι όσο η ελπίδα, των προσδοκιών μας το σταμνί,
κρατούσε άθικτο στους ώμους μας και σταθερά
και βήμα το βήμα, μας ακολουθούσε των γονιών μας η ευχή,
ένα ίχνος μας αφήναμε στον αέρα κάθε φορά.
Του θριάμβου και της νίκης μας την κραυγή!
5
Μα ώσπου να ’ρθει κείνη η μέρα κι εκείνη η στιγμή,
ο μόχθος μας ν’ ανθίσει, να καρποφορήσει,
απ’ τον ιδρώτα πώς λιώναμε σ’ όλο το δρόμο,
μ’ εκείνο που σηκώναμε το βάρος
και το τίμημα για την αποκοτιά και το θάρρος,
που πληρώναμε στην άνιση μάχη ολημερίς,
δεν δύναται να το φανταστεί, να το νοιώσει κανείς,
στην εποχή τη τωρινή!...
Αυτός ήταν ο δρόμος κι η δική μας διαδρομή.
Ποιος ο δικός σου, γενιά σημερινή;


από την ποιητική συλλογή "Διαδρομές"

Κυριακή 18 Μαΐου 2008

Κι όμως τρέχουμε πολύ

Κι όμως τρέχουμε πολύ



1
Σάμπως σκιά, ο χρόνος ζωής κυλάει ταχύς,
περιπλανώμενη σ’ αποφτερούγισμα ονείρου μες σ’ ύπνο βαθύ
που σβήνει στο φως πριν πάρει τη ποθητή μορφή.
Κι ενώ πουλιά διαβατάρικα, όλοι εμείς,
ερχόμαστε και φεύγουμε από τούτη τη γης
αντί, όσο ξεδιπλώνεται το νήμα της ζωής,

του ήλιου ν’ απολαμβάνουμε το φως και τη ζεστασιά,
έξω να τρέχουμε σ’ ανθοστόλιστα λιβάδια και χωράφια καρπερά,
ν’ αγναντεύουμε κορφές, να σκαρφαλώνουμε στα βουνά,
σαν παιδιά να πλατσουρίζουμε στης θάλασσας την αγκαλιά,
του κόσμου γύρω μας την απλόχερη να χαιρόμαστε ομορφιά
κι ο ένας ν’ ανταμώνει τον άλλον μ’ αγάπη στη καρδιά,

γίναμε όλοι κουρδιστή μια μηχανή,
με μουδιασμένη ψυχή
και τρέχουμε, τρέχουμε πολύ,
στρατιωτάκια μολυβένια σε πομπή,
στους σκονισμένους δρόμους της γης.
2
Ω! στη πλάνη μας, πόσος κόπος να φανεί η αλήθεια,
το πόσο πολύτιμο κι ανεκτίμητο είναι το δώρο της ζωής!
Ω! πόσο ανόητα ο νους μας έμαθε να λειτουργεί,
με μύθους και θεωρίες, πολλά παραμύθια
και ξεχνά πως λίγος είναι ο χρόνος ζωής
και κάθε βήμα της διαδρομής
πιο κοντά μας πάει προς τη θανή.

Και χειριζόμαστε τη δωρεά της ύπαρξης μ’ αλαζονεία!
Κι ενώ φιδοπαίζει μαζί μας ο χρόνος στην πορεία,
αφήνουμε να μας κυβερνά η απληστία,
φοβερό να μας κυνηγά σερπετό
κι όλο τρέχουμε κι όλοι τρέχουμε χωρίς ανασασμό,
δίχως ανάπαυλας στιγμή και δεν έχει το τρέξιμο τελειωμό!
3
Γιατί τρέχουμε όμως κι είμαστε πάντα τόσο βιαστικοί!
Τί θέλουμε να προφτάσουμε, πέστε μου τί;
Μη και γνωστό δεν είναι τί μας περιμένει σε κάθε στροφή;
Ω! Μες την αλήθεια του, γνώση της ύλης οδυνηρή!
Μ’ απέραντο σκοτάδι ένας τάφος, ένα μέτρο βαθύς στη γη!
Κι όμως, δεν σταματάμε να τρέχουμε προς αυτό, τόσο πολύ!

από την ποιητική συλλογή "Βήματα στων ανθρώπων τη γη"

Σάββατο 17 Μαΐου 2008

Η συγγένεια

Η συγγένεια

1
Μόλις είχε χαθεί στ’ ουρανού τον ορίζοντα
τ’ ολόχρυσο του ήλιου αμάξι με τ’ άλογα τα γοργά,
κι ένα γύρω απλώνονταν φωτός χρώματα ιριδίζοντα,
χρυσόσκονη πασπαλίζοντας τη θάλασσα τη πλατιά!
Ω! κόσμου ομορφιά!

Κι όσο ένα-ένα ξεχύνονταν απ’ το ουράνιο λαγήνι
μύρια αστέρια, λαμπυρίζοντα,
πάνω στο κατώφλι της γης, μεγαλόπρεπη ξεπρόβαλε κείνη,
της νύχτας η κυρίαρχος μες τ’ άπειρο του ορίζοντα
και φίλη των μοναχικών, η Σελήνη,

που ξέρει πώς να τρυπώνει στην κλειστή αγκαλιά τους
και στης νύχτας τη σιγαλιά, τ’ αυτιά της στήνει
κι ακούει μ’ υπομονή τα προβλήματά τους.
Και θυμίζοντας τους στιγμές χαράς στα βήματά τους,
τους κάνει να ξεχνούν τη μοναξιά τους.
2
Κι όπως ξάνοιγε δρόμο χωρίς βιασύνη
και το στέμμα της το φωτεινό για μια στιγμή αφήνει,
πάνω στα γαλάζια βουνά,
ντύνοντας τα μεγαλόπρεπη φορεσιά,
σπαρτάρισε το είναι μου, μ’ ηδυπάθειας ανατριχίλα!

Μπροστά στη τόση κοσμικής ομορφιάς πλημμύρα
σ’ αυτού του δειλινού τη χαύνα σιωπή,
απελευθερώθηκαν οι σκέψεις του νου,
και μ’ ηδονής άλικη ταραχή,
στροβιλίζομαι σε κύκλους εξαγνισμού,
καλώντας τη Σελήνη, φίλη να με ζυγώσει κι εμένα καλή.
3
Ω! στο τρυφερό της αγκάλιασμα πώς ηρέμησε η ψυχή
κι ανοίχτηκα σε κουβέντα μαζί της, για ώρα πολλή!
Και σαν μου ’πε πως του Ήλιου είναι η μονάκριβη αδελφή
κι ο Ήλιος ο μοναδικός αδελφός της,
μες από χρώματα κι ουράνια περάσματα,
όπου ιερογλυφικά ξεσκεπάζονταν κι εικονογράμματα,

λες και μ’ άνοιξε δίαυλο γι’ άλλου κόσμου ζωή
και μου ’δωσε το κλειδί,
μια λεπτομέρεια να ενεργοποιηθεί αινιγματική
σ’ αρχέγονα μυστήρια να εντρυφήσω και μυστικά.
Κι ανακάλυψα κάτι σπουδαίο, με νόημα πολύ σημαντικό,
που συνδέει τη ζωή της γης μ’ εκείνη στον ουρανό.
Της συγγένειας τον ακατάλυτο ιερό δεσμό.
4
Ήλιος και Σελήνη, αρχοντο-γεννήματα τ’ ουρανού και τα δυο μαζί
όπου τάχθηκε το καθένα, μες στο στερέωμα το πλατύ,
δίχως έχθρα και φθόνο αναμεταξύ,
πώς μοιράζονται τα καθήκοντα με σύμπνοια πολύ αγαστή!
Και δεν κουράζονται του Φωτός να διαφεντεύουν τη πηγή,
φιλιωμένα στη μοιρασιά και τα δυο, απ’ των αιώνων την απαρχή!

Και τούτη η γνώση έγινε φως μου,
όπου γης άνθρωπε αυτού του κόσμου.
Μη κι εγώ σε τούτη τη γη, δεν είμαι η αδελφή σου;
Μη κι εσύ δεν είσαι ομογάλακτος τ’ ουρανού αδελφός μου;
Ω, αδελφέ! Απόψε μια ευκαιρία δώσ’ μου
κι απ’ την ενεργό ζωή σου,
είτε σε ώρα χαράς είτε δάκρυ σκουπίζεις, είτε βιώνεις πόνο,
αφιέρωσε μου λίγο χρόνο,
μιας στιγμούλας περίσσευμα μόνο,
ή έστω και λίγο πριν σε ύπνο πέσεις βαθύ,
σε νανούρισμα ν’ ακούσεις μητρικό,
ό, τι πιο ωραίο βίωσα κι έμαθα τούτο το δειλινό
και μες τ’ όνειρο να το ονειρευτείς κι εσύ!
Την απόλυτη Αρμονία
στο κόσμο τον συμπαντικό
και την αγαστή συνεργασία,
όλων εκείνων που πλάστηκαν απ’ τον Δημιουργό!
5
Ω! έχεις υπομονή αδελφέ,
ν’ ακούσεις κι άλλα που θέλω να σου πω.
απ’ όλα κείνα που μιλήσαμε απόψε η Σελήνη κι εγώ;
Τί κι αν σύννεφα βαριά καλύπτουν συχνά τη γη;
Τί κι αν ο ουρανός μπουμπουνίζει και πέφτουν κεραυνοί;

Τί κι αν φαίνεται πως το φως της μέρας έχει χαθεί
και γύρω και στη ζωή μας ζοφερή νύχτα έχει απλωθεί;
Τι κι αν σκορπίζει θάνατο, πότε η φωτιά και πότε η βροχή;
Τί κι αν από καιρό σε καιρό, σείεται απ’ τη ρίζα η γη
και τρέμουν τα βουνά σε Δύση κι Ανατολή;

Η ζωή μας αδελφέ, όπως και της φύσης η ζωή.
μπορεί να ’χει τις καταιγίδες της και τους σεισμούς της.
Τις φωτιές και τις πλημμύρες, τους θυμούς της.
Έχει όμως και τους αρμονικούς παράλληλα ρυθμούς της,
μες τη συνεχή των πραγμάτων εναλλαγή.
να διατηρείται το μέτρο και η χρυσή τομή,
για να επανασυνδέει τους διαλυμένους αρμούς της.
6
Εσύ κι Εγώ, όλοι Εμείς, συνοδοιπόροι στη ζωή,
ας στηριχθούμε στην αρχέτυπη συγγένειά μας, για όλους κοινή.
Κι όσο λαξεύουμε τα σημάδια μας πάνω στους βράχους της γης,
ακόμη κι όταν σκοντάφτουμε ή σερνόμαστε καταγής,
ας μεριμνούμε κατοικία μας να μην είναι η λάσπη κι η σκόνη.
Ούτε κρεβάτι μας, η ερημιά
και σαν αγριεύουν της ζωής τα στοιχειά
απομένει η ψυχή να δέρνεται μόνη.

Ακόμη κι όταν σ’ αγκάθια το κορμί ξεσχίζεται και ματώνει,
ακόμα κι όταν μας καίει αλύπητα του ήλιου η φωτιά
κι η δίψα τα χείλη ξεραίνει και στεγνώνει,
ας στρέψουμε τα μάτια, να κοιτάξουμε ψηλά!
Ενώ ξεπεσμένοι τ’ Ουρανού θεοί, ερχόμαστε δω στη γη
και μ’ Εκείνον δεν κάναμε ακόμη ανακωχή,
αναθαρρείτε!
Τα πρόσωπα ξεσκεπάστε!
Χέρι-χέρι όλοι αδελφικά πιαστείτε
κι ό, τι βαραίνει τη σκέψη, από πάνω σας βγάλτε
κι ο ένας στον άλλον αρχίστε να χαμογελάτε!

Μου το ’πε απόψε η Σελήνη με λόγια απλά, γιομάτα σιγουριά.
Ο Ουρανός, ω! Εκείνος ποτέ δεν θα πάψει να μας χαμογελά.
Μ’ ορθάνοιχτη στέκει από πάνω μας την πατρική αγκαλιά,
δικά Του ήμαστε παιδιά, μη το λησμονάτε
και στις όποιες δοκιμασίες μας, πάντα είναι κοντά!

από την ποιητική μου συλλογή "Δρόμοι φωτός"

Τετάρτη 14 Μαΐου 2008

Αυτό ήταν τ' όνειρό μας;

.......Μάχες κερδίσαμε αρκετές//στον αγώνα να τιθασεύσουμε τη φύση,
μα κάθε νίκη γίνηκε ¨μπούμεραγκ"//και τον πόλεμο χάσαμε μαζί της τελικά.
Δεν βρήκαμε ησυχία, ούτε γαλήνη πουθενά
κι ούτε την ειρήνη στο πλήρωμα του χρόνου
που τόσο πάντα λαχταρούσε η ανθρώπινη καρδιά.
Κι αρχίσαμε να φτιάχνουμε φωλιές-κλουβιά,
με υλικά τη μοναξιά, παρέα τη σιωπή
και τη σκια της θλίψης και του φόβου
κι όλα μαζί, ένα σωρό, τα βάψαμε χρυσή μπογιά!
Και θαμπωθήκαμε!
Και θαμπωμένοι, όμοια μ' αγρίμια και θεριά,
κει μέσα αμπαρωθήκαμε!
Αυτό ήτανε τ' όνειρο που ζήλεψε η καρδιά
και τ' όραμα της σκέψης του ανθρώπινου νου;
Σφραγίζοντας ερμητικά το μονοπάτι τ' ουρανού,
με δική μας θέληση στο πέρασμά μας απ' τη γη
δέσμιοι να καταλήξουμε στης μοναξιάς τη φυλακή;
Να παγιδεύσουμε στην ύλη τη σύντομη ζωή,
σ' του "εγώ" τις αυταπάτες να βυθιστούμε το ψέμμα,
την ύπαρξή μας να καλύψουμε στης αβύσσου τη σιωπή,
να εξοστρακίσουμε στο επέκεινα το αθάνατο πνεύμα;
Ω! πώς καταφέραμε τελικά και σκοτώσαμε την ψυχή μας,
την ίδια τη ζωή μας;

{απόσπασμα από την ποιητική μου συλλογή "Σκόρπια φύλλα"

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

Σςςς...Η ανθρωπότης κοιμάται...

Όραμα κοσμικό κι όνειρο γενεών//για μια περισσότερο ισόνομη ζωή//και λιγότερο βίαιη παγκόσμια τάξη.//Ελπιδοφόρο ξημέρωμα η νέα εποχή!//Αναπτερώνεται δειλά-δειλά κι η ψυχή.// Ίσως κλείσουν επιτέλους τα περάσματα//για κείνους που καταιγίδες προκαλούν.//Ίσως άλλες συμφορές πάνω στη γη//να μη ξανασυμβούν.//Δικαιοσύνη, ισοτιμία και σωφροσύνη να φεγγοβολούν.//Όλοι συμμέτοχοι να'ναι και κοινωνοί στη νέα παγκόσμια διαδρομή.//
Πολλές οι προσδοκίες, σωρό οι προκλήσεις!//Μα δίχως σκαμπανεβάσματα κι αμφισβητήσεις//για το καινούργιο ταξίδι ποιος ξεκάθαρα θα πει//αν έχουν όλοι γνώση κι είναι όλοι κλητοί;//

Στη νέα ρότα που'χει πάρει η ανθρώπινη φυλή,//είναι καλός ο άνεμος ν' ανοίξουμε πανιά στο σκαρί;//Και ποιος ο καπετάνιος το τιμόνι θα κρατά//μ' αετίσια τη ματιά, του λιονταριού καρδιά//και χέρια στιβαρά και σταθερά;//
Ή ανεμοδούρα θα μας σύρει σαν γυρίσει σε βοριά;//
Δείχνει η "πυξίδα" στο καράβι της ζωής Ανατολή//-στόχο κι ελπίδα οικουμενικής ειρήνης αυγή-// ή σημαδεύει προς το τέλος και τη Δύση;

Τ' όραμα είναι δω και φωνάζει!//Ανταπόκριση καμιά.//Κυρτωμένα κορμιά!//Αδιάφορα πρόσωπα σκυθρωπά!//Σάμπως ορφανεμένες οι ψυχές από ιδέες τρανές//τρέχουν ακατάπαυστα στους δρόμους.//Άδειες από πίστη στα νέα οράματα κι αρχές.//Σάμπως τρέλα να κουβαλάνε στους ώμους!//Κι ο "σώζων εαυτόν σωθείτω"!.

"Πού πάτε πανικόβλητοι" ρωτώ:"πού πάτε;"!//Κάποιος κοντοστάθηκε μια στιγμή.//Κομμένη ανάσα, λαχανιασμένη φωνή// κι είπε: "Σςςς....η ανθρωπότης κοιμάται"!...

Να την ξυπνήσουμε λοιπόν! Όλοι μαζί ελάτε!

από την ποιητική συλλογή μου "Φαιδρά ή Σπβαρά;"

Τρίτη 1 Απριλίου 2008

Η μεγάλη νίκη

Απ' την αρχή του δρόμου και σ' όλο το ταξίδι μου
γιόμιζα το δισάκι μου σπυρί-σπυρί,
μ' όνειρα και προσδοκίες.
Και στον αγώνα τον καλό. με πόνο και κόπο
-θεία εντολή-αυτό ξεχείλισε και βάρυνε απ' τ' αγαθά!
κι ήταν πολλά!
Δεν αρνήθηκα ποτέ, σ' όσους συνάντησα στο δρόμο διαβάτες
να μοιραστώ χωρίς δισταγμό,
την μπουκιά το ψωμί και το κρασί,
ευλογημένο ιδρώτα που κέρδισα στη ζωή.
Πόσο μεγάλη η χαρά, να προσφέρεις χωρίς ανταμοιβή!

Κι αυτοί που χόρτασαν κι ενώ στην αρχή μου ζήτησαν λίγα,
με ξεγέλασαν στη πορεία και τ' άρπαξαν όλα!
Και μ' εγκατέλειψαν στο δρόμο μονάχη κι ολότελα γυμνή!
Σαν τί άλλο χειρότερο στη ζωή μου μπορούσε να συμβεί;

Μα ας είναι. Του τιμωρού το σπαθί
το' βαλα πίσω στη θήκη.
Δεν θα λερώσω τα χέρια μου μ' αίμα.
Υπάρχει Θεία Δίκη.
Δεν είδα κι εκείνους να περπατούν νικητές!
Ούτε κι εγώ θα σκύψω το κεφάλι ηττημένη.
Κι απ' την αρχή ξεκίνησα το δρόμο πεισμωμέμη.

Με μια μονοκονδυλιά τα διέγραψα όλα
και το "εγώ" μου κάθησα σ' ένα σκαμνί
και του 'πα! Και τώρα, οι δυό μας!
Ας ήμαστε γυμνοί και μόνοι.
Θα πιάσουμε ξανά κι απ' την αρχή,
της ζωής μας το τιμόνι.

Και ή θα πετάξουμε στα ψηλά
κι από κάθε είδους δεσμά λυτρωμένοι,
ή στη μιζέρια τούτης της γης
θα μείνουμε δω καρφωμένοι.

Μη κλαις λοιπόν για κείνα που 'χασες
και κλέφτες σου τα πήραν.
'Υλη και χώμα ήτανε, φθαρτά και μάταια στο διάβα του αιώνα.
Ανήκουνε στο παρελθόν και γίναν μύθος κι ιστορία.
Αλλού είναι το νόημα κι αλλού είναι η ουσία.

Για κείνα που δεν θα 'λθουνε,
δεν έχεις λόγο να θρηνείς ψυχή μου.
Κράτα κρυφό το μυστικό που θα σου πω
κι είναι η δική μας νίκη. Αυτό έχει σημασία.
Πρόφθασα στ' άπειρο, απ' την αρχή ν' αφήσω,
στ' απύθμενα τα βάθη τ' ουρανού,
της αθάνατης ψυχής τη δύναμη
και τα μεγάλα όνειρα, την ομορφιά του νου!
Αυτά τα δυο, ποιος θα μπορέσει να τα πάρει
αφού τα πρόσφερα στα χέρια του Θεού;

από την ποιητική συλλογή "Σκόρπια φύλλα"

Απολογία

....Κι ήλθαν στιγμές απόγνωσης,
κραυγές απελπισμένες
κι αναρωτήθηκα πολλές φορές το "πώς και το γιατί"
εκείνο που μου πρόσφερες το 'χασα
και μες στη πλάνη μου που σ' έκρυψα
και δεν σε βρίσκω πια!
Μα τώρα, όσο κι αν θρηνώ και την αλήθεια είδα,
είναι πολύ αργά και πλιο δεν ωφελεί!
Το δάκρυ κι ο αναστεναγμός, δική μου επιλογή!
Ο δρόμος που ακολούθησα, δική μου αυταπάτη!
Κι απεγνωσμένα έκλαψα και μες στη νύχτα φώναξα:
Ω! Ουρανέ! Βόηθα τον αποστάτη!

απόσπασμα από την ποιητική συλλογή μου "Σκόρπια φύλλα"

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

Η πτώση

Χωρίς καμιάν αμφιβολία,
μέγιστο αγαθό του ανθρώπου η Ελευθερία.
Όμως ελευθερία χωρίς όρια, σύνεση κι ευνομία,
συχνά οδηγεί στη πτώση και στην ασυδοσία.
Ω! Τί να πω για την εικόνα που προβάλλεται στη σύγχρονη κοινωνία!
Χάσαμε πια οι άνθρωποι τον ρυθμό του μέτρου για ζωής αρμονία!
Κι αλί! Στα Έσχατα καταπέσαμε βάθη αποκτήνωσης
κι ακολουθώντας ένα δρόμο ερωτικής αποχαλίνωσης
αγγίξαμε τα όρια της ψυχικής απογύμνωσης!


απόσπασμα από την ποιητική συλλογή μου"Βήματα στων ανθρώπων τη γη"

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

Φαιδρά ή Σοβαρά;

Φαιδρά ή Σοβαρά;

-------------------



Στης γειτονιάς το λούνα-παρκ//και στης παγκόσμιας ζωής το τσίρκο//τα πρόσωπα και του κόσμου η ψυχή//πώς αλλάζουνε μορφή!//

Σαν σε καθρέπτη μαγικό//τα ¨δρώμενα"παρατηρώ.//Χοροπηδούν στα μάτια μου εμπρός//δίχως μέτρο συμπαντικό//πέρα από κάθε λογική.//Σαστισμένος ο νους τα κοιτάει βουβός!//

Κι όσο τις εικόνες που εκπέμπει διαρκώς,//ο κάθρέπτης ο μαγικός//αθέλητα στο δικό τους χορό μέ βάζουν!//Λες κι αόρατα χέρια μ' αρπάζουν//και σε "χώρα των θαυμάτων"με πετούν.

Η καρδιά σπαρταράει από χαρά.//Ω! Πόσοι αισιόδοξοι εκείθε τραγουδούν!//Τον χρόνο τους αμέριμνα περνούν//κι όλα δςίχνουν πως με φως τα όνειρά τους ζουν!//

Μα σαν ολογράμματα με κυκλώνουν//φίδια με ζώνουν//κι η ονείρωξη δεν κράτησε πολύ.//

Σε μια της γης γυροβολιά//καλυμμένο τον Ήλιο με σύννεφα πολλά//ο καθρέπτης αντανακλά!//Πάει το φως!//Λάκισε κι η χαρά!//Δαιμόνια προβάλλουν απ' του φεγγαριού τη σκιά//ξερνώντας φωτιά!//

Και γύρω τους αμέτρητα ξωτικά//μάγισσες και μάγοι οργιάζουν!//Σε χύτρες και καζάνια που κοχλάζουν//ανακατεύουν την ανθρώπινη ζωή!//Πω!Πω! Τί θόρυβο έκανε η κακία η πολλή!//Κι όλα ξανάγιναν αυτό που ήταν!//Άσχημα και δυσανάλογα στη μορφή!//

Στη γωνιά, η καλοσύνη αφουγκραζόταν σιωπηλή!//Ο ουρανός τα πάντα κοίταζε σκυθρωπός!//Κι ο καθρέπτης των προσδοκιών,//της νοσταλγίας ξεναγός,//στ' όνειρο του μέλλοντος καθρέπτης μαγικός,//αλλοιωμένες τις εικόνες δείχνει πλέον, συνεχώς!..

Κι ο νους μπερδεύεται σε ψέματα και παραμύθια!//Οδυνηρό για την διάνοια ν' αναζητάει την αλήθεια//σε όρια ρευστά, ανάμεσα στα σοβαρά και τα φαιδρά.//

Ω! δεν αντέχεται για πολύ//τόση οδύνη στην ανθρώπινη καρδιά!//Κι ο νους μετέωρος σαλεύει//κι η ψυχή πονά κι αγανακτεί!//Τί στην οργή!//Αν δώσω μια και σπάσω τον καθρέπτη//σαν τί περισσότερο από μέσα του θ΄αποκαλυφθεί;

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008

Ο βοηθός του Θεού


Πρώτα χώρισε τη νύχτα απ’ τη μέρα ο Δημιουργός
και το σκοτάδι έγινε φως.
Όμως Του πήρε χρόνο πολύ
κι άλλη τόση δουλειά σκληρή,
η δημιουργία του κόσμου να συντελεσθεί.

Κι όταν πήγαν όλα καλά ,
σύμφωνα με το Μεγάλο Σχέδιο κι όλα έγιναν ωραία,
-λογικό ήταν και κατάληξη μοιραία-
σάμπως και να ’νοιωσε κούραση, κι ας ήταν Θεός.

Κι ως φαίνεται, είδε τα πράγματα αλλιώς.
Μέτρησε τις φροντίδες που απαιτούνταν συνεχώς,
για να ρέει αρμονικά η ζωή κι ο νόμος ο συμπαντικός.
Σ’ έννοιες μπήκε μεγάλες και πώς να τα βγάλει πέρα,
την κοσμογονία Του να συντονίζει μοναχός;

Σε βαθιά έπεσε συλλογή.
Και το σκεπτόταν το πράγμα πολύ.
Απ’ όλες τις πλευρές, το κλωθογύριζε κάθε στιγμή,
όταν κάθισε να ξεκουραστεί την εβδόμη μέρα.
Και το σοφό Του μυαλό,
αποφάσισε να φτιάξει πολύτιμο βοηθό.
Και την ενάτη ημέρα, έπλασε την ΜΗΤΕΡΑ!

Από την ανέκδοτη ποιητική μου συλλογή «Γυναίκα-Ανθοπηγή»

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2008

Στο χορό της ζωής

……. Τίποτε δεν μένει στάσιμο στου χρόνου τη περιστροφή. Μια συνεχής είναι όλα μες τον κύκλο του, ροή. Δεν υπάρχει τέλος στην ζωή. Και ο θάνατος ακόμη, στην ουσία, είναι μια καινούργια αρχή, γιατί στο κενό που δημιουργεί, αφήνει περιθώριο να υπεισέλθει κάτι άλλο, η ισορροπία του σύμπαντος να μην διασαλευτεί.
Πάντοτε υπάρχει μια συνέχεια απροσδιόριστη. Τίποτα να μη διακόπτει τίποτα. Και αν ακόμη κάτι διακοπεί, αυτό αμέσως δημιουργεί μιαν άλλη κατάσταση καινοφανή. Ένα πανηγύρι η ζωή κι όσο ο χορός της καλά κρατεί όλα έρχονται στην ώρα τους για εκείνον που ξέρει να περιμένει κι οπλίζεται μ’ υπομονή.
Κι ό, τι είναι γραμμένο να γίνει, θα γίνει, είτε σήμερα είτε αύριο είτε σε κάποια άλλη στιγμή. Κι η ανθρώπινη ψυχή, αδιαχώριστο μέρος του όλου, δεν ξεφεύγει από τον γενικό κανόνα της αέναης αλλαγής. Μια κλαίει. Μια γελά. Μια χορεύει και τραγουδά και πάει λέγοντας…..
Κι όσο η ζωή συνεχίζει να χορεύει, τί κι αν παίζει τα δικά της παιχνίδια! με σκέρτσα και καμώματα πολλά; Τί κι αν εκεί που σε χαρά σ’ ανυψώνει κι αμέσως μετά σε πληγώνει και σε εγκαταλείπει δέσμιο στην θλίψη και στη μοναξιά; Την άλλη, ξαφνικά και από το πουθενά, έρχεται πάλι κοντά και με χαρούμενο και γελαστό πρόσωπο σε παρακινεί, σε προτρέπει και σ’ ωθεί να πάρεις μέρος στα δικά της τερτίπια ξανά!
Κι αν αφεθείς να σε παρασύρει στου χορού της τον ρυθμό, όλα μπορούν να αλλάξουν, ίσως αργά, μα σταθερά.
Μ’ αν τη πρόσκλησή της όμως αρνηθείς
και παραμείνεις έξω απ’ της ζωής το παιχνίδι
κι από μακριά κι αλάργα το κοιτάς τότε αλί!
Στον ανθόκηπο της γης
θα μαραζώνεις σαν απότιστο φυτό!
Κι όταν ολότελα πια μαραθείς
κάποιος αδιάφορα θα σε πετάξει τελικά στη χωματερή, ξερό κι άχρηστο ζωής ένα σκουπίδι!...

{μια σελίδα από το ανέκδοτο βιβλίο μου «Στο χορό της ζωής» }

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Νοερή επαφή

1
Ω! αδελφέ, όπου γης,
ας μη ξέρω ποιος είσαι ή με ποιες συνθήκες ζεις.
Όμως απόψε το ’χω ανάγκη πολύ
και ξαλάφρωμα θα φέρει στη ψυχή
μια νοερή μεταξύ μας επαφή.

Αν μπορούσα να σε βρω, ή κι εσύ να με συναντήσεις
δεν θα ήταν ανάγκη να μου μιλήσεις..
Στα μάτια σου τον πόνο θα διαβάσω, την ερημιά της ζωής
κι είναι ολοκάθαρο, τί θα ’θελες να μου πεις
και τί πολλά να με ρωτήσεις.
2
Μα τί να σου απαντήσω,
ψέματα εγώ να μη σου πω;
Μη και δεν είναι γερακίσια κραξιά
κι αγριμιών ουρλιαχτά,
η κάθε αλήθεια των ημερών μας μπροστά;
Πόσο δύσκολα ξεχωρίζω πια
ποιο είναι το λάθος και ποιο το σωστό!
Και κάπου φοβάμαι μη σου μεταφέρω το ψέμα σαν αληθινό!

Κάτω απ’ γελαστά
της εξουσίας προσωπεία
τέρατα κρύβονται,
κάθε είδους στοιχειά
μ’ αλλόκοτες μορφές και σημεία,
που ταλανίζουν τη ζωή των απλών ανθρώπων της γης.
και πνίγουν στο δάκρυ τα όποια δειλά σκιρτήματα της ψυχής!
Κι όσο αυτά κρατούν στα χέρια
της παγκόσμιας κοινωνίας τα ινία,
στη καρδιά της ζωής αστόχαστα πετούνε μαχαίρια,
δημιουργώντας αλλεπάλληλα ντόμινα καταστροφής!
Ω! πώς συνθλίβονται
πόθοι κι αγώνες πορείας ειρηνικής!...
3
Είναι αλήθεια ή ψέμα πως σε νύχτα ζοφερή
μετά τόσες χιλιετίες, ξεδιπλώνεται ακόμη και σήμερα η ζωή
και μέσα της μ’ ίσκιους και φαντάσματα παραδέρνουν οι πολλοί,
όμοιοι διψασμένες νεροφίδες που ψάχνουν για νερό διαρκώς
κι ενώ τ’ οσμίζονται και το νοιώθουν, δεν βρίσκουν τη πηγή.

Ω! πώς σέρνεται το πλήθος στ’ ανθρώπινο κοπάδι καταγής
δίχως ελπίδα να δει ουρανό με λίγο φως!
Κι είναι ψέμα γι’ αλήθεια πως,
ο πόνος τους ανεπίτρεπτος είναι και πολύς;
Κι όσοι τολμούν, μ’ ελπιδοφόρα σκιρτήματα ψυχής,
να ψάχνουν εναγωνίως και διαρκώς
τρόπους ν’ ανασηκωθούν απ’ το σούρσιμο στη γης,
κι ενώ το παλεύουν και το παλεύουν μ’ απόθεμα υπομονής,
άδικα ψάχνουν και μάταια το παλεύουν οι δυστυχείς,
ως την ώρα της θανής!
4
Ω! αδελφέ όπου γης,
ο νους κλωθογυρίζει στα παλιά
σφιχταγκαλιάζοντας τα τωρινά.
Και σαν οι μνήμες ξεφυτρώνουν μία-μία σε σειρά,
μπροστά στον ανθρώπων τον εξευτελισμό
σαν βασανίζονται και ματώνουν από συνάνθρωπο αδελφό,
γιατί τόλμησαν να φωνάξουν για λευτεριά,
ξεσπά σ’ ακράτητα η καρδιά μου αναφιλητά
και δεν μερώνει!
Όλο το «είναι»μου κραυγή ανυψώνει!
Μιαν άφατου πόνου κραυγή που με τίποτε δεν σιωπά.
5
Ω! αδελφέ, όπου γης,
αν με ρωτήσεις στην γήινη ζωή
ποιος καθορίζει τα όρια πορείας του καθενός,
ένα έχω να σου πω, δικής μου εμπειρίας.
Ούτε ανώτερες δυνάμεις κρυμμένες στον ουρανό,
ούτε κάποιοι άλλοι στο κόσμο αυτό,
μα εμείς! Οι ίδιοι εμείς.
Και δεν σου μιλώ με ίχνη αλαζονείας,
πως τώρα μόνο η δική μου ψυχή επαναστατεί.
Πόνο εκφράζω μετά πολλής αγωνίας
για την όψη της σημερινής μας κοινωνίας.
Μα δεν αρκεί με βραχνάδα να τον ψελλίζω στη φωνή.

Κι επειδή θαρρώ πως τον ίδιο πόνο κι αγωνία κρύβεις και συ
στα βάθη της δικής σου ψυχής
έλα να πάρουμε γραφή απ’ τη θέαση της αιωνιότητας,
για να ξεφύγουμε απ’ το τέλμα της οδυνηρής πραγματικότητας.

5

Όμως πες μου πρώτα, να σε χαρώ,
σε μια διαδρομή γιομάτη αγωνία στη ζωή,
σαν των δικαιωμάτων του ο θνητός
γίνεται απαρνητής
και στα συμφέροντα των ισχυρών
άγεται και φέρεται υποτελής,
με τί τρόπο να φλογίσουμε συ κι εγώ,
κείνη τη θέληση του ανθρώπου να μένει ορθός;
Και για να μη γονατίζει η ψυχή του στην εξουσία κανενός;
πώς να του εμφυσήσουμε, «εν τη ενώσει η ισχύς»
όλοι οι άνθρωποι να γίνουμε πιο ανθρωπινοί;
Και τότε πάμε. Τις φωνές να ενώσουμε μαζί.

Πάθος ερωτικό να εγείρουμε στην κάθε μια καρδιά.
Κείνο το πάθος που την καταλαγιασμένη δύναμη ξυπνά.
για πέταγμα προς τα ψηλά!
Ν’ αρχίσουν οι άνθρωποι το πάλεμα για την αλλαγή, ξανά!