Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2008

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008

Το μεγάλο φαγοπότι


Πόθησα, ευάερο κι ευήλιο ένα «σπίτι» να οικοδομήσω.
Και σ’ αυτό δια βίου με την αγάπη συντροφιά να κατοικήσω.
Κι έχτισα λοιπόν μικρό ένα σπίτι στου «ήλιου» τη κοιλάδα,
τ’ όνομά της Ελλάδα,
μ’ όλα τα παραθύρια του ανοικτά
να χορταίνει το βλέμμα της φύσης την ομορφιά.

Κι ένα κήπο έφτιαξα γύρω να τον τρέφει φως και λιακάδα.
Καρποφόρα φύτεψα δέντρα και πολύχρωμα φυτά,
κληματαριά κι αγιόκλημα, γιασεμί περικοκλάδα
κι αντάμα κόκκινη αναρριχώμενη μια τριανταφυλλιά.

Τέλος, σαν όλα ήταν έτοιμα κι ήταν όλα μια ζωγραφιά,
πρόσκληση έστειλα, να ’λθουν συγγενείς και φίλοι αδελφικοί,
ακόμη και σ’ εκείνους που δεν ήταν πια και τόσο φιλικοί,
να κοπιάσουν όλοι για της χαράς που ετοίμαζα τη γιορτή.

Μεγάλο τραπέζι έστρωσα στη δροσερή αυλή,
κορφολογώντας απ’ όλα τ’ αγαθά που δίνει η μάνα γη,
φρούτα ζουμερά και φρέσκα λαχανικά,
ψωμί ζυμωτό κι άφθονο σπιτικό κρασί.

Φόρεμα της Άνοιξης δανείστηκα κι έντυσα το κορμί
κι άνοιξα τη πόρτα περιμένοντας να εισέλθει η ζωή.
Στο κατώφλι πρωτο-καλωσόρισα τ’ ουρανού τα πουλιά,
π’ άρχισαν να στήνουν φωλιές στα καταπράσινα κλαδιά,
τιτιβίζοντας του έρωτά τους τη μουσική!

Και στις φλέβες μου, φλέβες ενός μικρού ποιητή,
Ελπίδας έρρεε, γλυκό παλιό κρασί
πως σα καταφθάσουν οι καλεσμένοι,
φίλοι θα γίνουν ξανά όσοι παρέμεναν κακιωμένοι.
Κι όλη μέρα τον κόσμο περίμενα χαμογελαστή.

Κι ήλθε το δείλι, ήλθε η νύχτα με φεγγαριού φεγγοβολή,
ήλθε το ξημέρωμα και της άλλης αυγής,
πήγε μεσημέρι, μα εκτός από έντομα, τρωκτικά και πουλιά,
δεν φάνηκε άλλος κανείς!

Κι άρχισα φαγοπότι τότε μ’ εκείνα μαζί
και μ’ όσα κοντά μου ζύγωσαν αδέσποτα ζωντανά
κι ένοιωσα πολύ ευτυχής
μια και χόρτασαν αυτά που είχαν ανάγκη τροφής.

Κι όπως άλλα φτερούγιζαν κι άλλα κάθονταν επί της κεφαλής
τιτιβίζοντας νότες ευχαριστήριας μουσικής,
κι άλλα γύρω μου σχημάτιζαν κύκλο ανοικτό,
τότε, αδέσποτα, πετούμενα τ’ ουρανού κι εγώ,

αυθόρμητα ξεσηκωθήκαμε και στήσαμε χορό,
κάτω απ’ τον ήλιο το φλογερό,
έναν απερίγραπτο ξέφρενο ζωής χορό!

Μιαν απορία θα την πω

Μη με πείτε επαναστάτρια,
ούτε πολιτική ακτιβίστρια.
Μια γυναίκα είμαι απλή,
καθημερινή,
που ζει σε μια χώρα μικρή,
υψωμένη ανάμεσα σε βουνών κορφές
κι απλώνεται σε γαλάζιες θάλασσες δαντελωτές.
Πείτε με όμως μια γυναίκα ζωής ποιήτρια,
από ράτσα μαχητική,
μ’ ανεξάντλητο απόθεμα στην υπομονή,
που οδυνηρούς συλλογισμούς απ’ τις εμπειρίες στη ζωή
τους κάνει τραγούδι αντιπολεμικό
διαλέγοντας λέξεις που μήνυμα έχουν πνευματικό και πολιτικό
γιατί πάνω απ’ όλα επιθυμεί
και μ’ έργα το προσπαθεί,
στη συμβίωση των ανθρώπων
αγάπη κι ειρήνη να επικρατεί.

Μα την κρυφή μου απορία πρέπει να την πω.
«Για τις αμαρτίες του κόσμου ο Χριστός πέθανε στο σταυρό,
αλλά δεν ξέρω αν πέθανε και για αυτές των γυναικών».