Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Καλλικέλαδο ένα πουλί

Βλέπω τη ζωή π’ ακράτητη στριφογυρίζει.
Τον πύρινο ανεμοστρόβιλο κοιτώ
κι Ίμερος το πρόσωπό μου φλογίζει,
αχ, μέσα του να βρισκόμουν κι εγώ!

Στα στήθη βράζει ο πόθος και τσιτσιρίζει
κι όλο το «είναι» μου, Έρωτα για ζωή λαχταρά,
έναν Έρωτα που η λογική
μου τον αρνείται κατηγορηματικά
κι όλο μου φωνάζει: «φτάνει πια»!
Μα εγώ ακούω τη καρδιά μου π’ ακόμα σφυροκοπά
με προσδοκία για του κόσμου τα ωραία και τα καλά!

Κάτω, βρυχάται το κύμα κι αφρίζει.
Απ’ ολούθε άγρια ο βοριάς σφυρίζει.
Πέρα, η θάλασσα γαλανίζει.
Μα εγώ κοίταξα πάνω μου ψηλά
Και σαν είδα τον Ήλιο να λαμπυρίζει,
αμέτοχος στη κοσμική αναρχία,
ξεπερνώντας νωχελικούς βηματισμούς
υπερπηδώντας λογικής δισταγμούς
το πνεύμα μου έκανα παρευθύς μια σχεδία
τη θάλασσα να διαπλεύσω ζωή.

Και ταξιδεύοντας μαζί του δω κι εκεί
τη καρδιά μου έβαλα πυξίδα να μ’ οδηγεί.
Κι όπως τη θάλασσα η σκέψη μου σκίζει,
τη θάλασσα-ζωή την αγριωπή, που υπόκωφα μουγκρίζει,
την ψυχή μου όρθωσα γαλάζιο μεταξωτό πανί.
Κι εκείνο φουσκώνει, σχήματα διάφορα παίρνει,
ώσπου μικρό γίνεται καλλικέλαδο τελικά ένα πουλί.
Αψηφά του άνεμου την οργή
που απ’ όλες τις πλευρές διαρκώς το δέρνει
κι εμψυχωμένο απ’ τη μεγαλοπρέπεια τη συμπαντική
στη ζωή τραγουδά, πρίμο-σιγόντο με την ψυχή
όλα κείνα τα τραγούδια που με ψιθυριστή φωνή
λέει το στόμα του εραστή.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

Γράμματα έξη, σε μια λέξη

Δεν προσπαθώ να το κρύψω
Ούτε διστάζω να το μολογήσω
Μα ο νους χάνεται σαν συλλογισθεί
με ποιον απ’ όλους τους τρόπους να εκφρασθεί.
Μπερδεύεται η γλώσσα και λόγο δεν μπορώ ν’ αρθρώσω.
Τρέμει το χέρι σαν γράφει για αισθήματα στο χαρτί.
Όμως θέλω το κλειδί να φανερώσω
πως ανοίγει της καρδιάς η πόρτα η κλειστή.

Γράμματα έξη,
απ’ το αλφάβητο διαλέγω το Ελληνικό.
Με ευλάβεια τα ζευγαρώνω σε μια λέξη
κι ευθύς ζωογόνος γραφή γεννιέται
κι από μέσα της λόγος μυριόκαλος ξεπετιέται:
Σ’ - Α – Γ- Α- Π- Ω!

Ω! απλά γράμματα έξη, ζευγαρωμένα σε μια λέξη,
μ’ οποιοδήποτε καιρό, χιονίσει, βρέξει,
τί γραφή ακατάλυτη εγκυμονούν με νόημα υπερβατικό!
Και σαν ο λόγος απ’ το «είναι» της καρδιάς αναβλύζει
αστείρευτη πηγή φωτός στη ζωή ξεχειλίζει
και τον ίδιο τον θάνατο εξορίζει στο κενό!

Το «πλοίο» της ζωής σου

Το «πλοίο» της ζωής σου
στη ρότα του σαν συναντά
οργισμένη θάλασσα που σαν Χάρυβδη βροντά
και σαν Σκύλα αφηνιασμένη αλυχτά
κι ο αγέρας, συνεπίκουρος από κοντά,
το γέρνει δεξιά, το γέρνει ζερβά
κι όρη πανύψηλα τα κύματα μπροστά ορθώνει,
πύργους ακλόνητους πίσω τα ψηλώνει
και θαρρείς πώς καταφθάνει πια η ώρα του χαμού,

όσο μέσα του καπετάνιο ετοιμοπόλεμο έχει το νου,
να παλεύει και ν’ αψηφά
τα κύματα που πάνω του χιμούν θεριά
κι αντρειωμένη την ψυχή σου
το τιμόνι να κρατά γερά,
ακόμη κι αν το πνίγουν τα νερά,
δεν βυθίζεται
κι ο κόσμος του είναι σου,
σώνεται και δεν πνίγεται.