Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Καλλικέλαδο ένα πουλί

Βλέπω τη ζωή π’ ακράτητη στριφογυρίζει.
Τον πύρινο ανεμοστρόβιλο κοιτώ
κι Ίμερος το πρόσωπό μου φλογίζει,
αχ, μέσα του να βρισκόμουν κι εγώ!

Στα στήθη βράζει ο πόθος και τσιτσιρίζει
κι όλο το «είναι» μου, Έρωτα για ζωή λαχταρά,
έναν Έρωτα που η λογική
μου τον αρνείται κατηγορηματικά
κι όλο μου φωνάζει: «φτάνει πια»!
Μα εγώ ακούω τη καρδιά μου π’ ακόμα σφυροκοπά
με προσδοκία για του κόσμου τα ωραία και τα καλά!

Κάτω, βρυχάται το κύμα κι αφρίζει.
Απ’ ολούθε άγρια ο βοριάς σφυρίζει.
Πέρα, η θάλασσα γαλανίζει.
Μα εγώ κοίταξα πάνω μου ψηλά
Και σαν είδα τον Ήλιο να λαμπυρίζει,
αμέτοχος στη κοσμική αναρχία,
ξεπερνώντας νωχελικούς βηματισμούς
υπερπηδώντας λογικής δισταγμούς
το πνεύμα μου έκανα παρευθύς μια σχεδία
τη θάλασσα να διαπλεύσω ζωή.

Και ταξιδεύοντας μαζί του δω κι εκεί
τη καρδιά μου έβαλα πυξίδα να μ’ οδηγεί.
Κι όπως τη θάλασσα η σκέψη μου σκίζει,
τη θάλασσα-ζωή την αγριωπή, που υπόκωφα μουγκρίζει,
την ψυχή μου όρθωσα γαλάζιο μεταξωτό πανί.
Κι εκείνο φουσκώνει, σχήματα διάφορα παίρνει,
ώσπου μικρό γίνεται καλλικέλαδο τελικά ένα πουλί.
Αψηφά του άνεμου την οργή
που απ’ όλες τις πλευρές διαρκώς το δέρνει
κι εμψυχωμένο απ’ τη μεγαλοπρέπεια τη συμπαντική
στη ζωή τραγουδά, πρίμο-σιγόντο με την ψυχή
όλα κείνα τα τραγούδια που με ψιθυριστή φωνή
λέει το στόμα του εραστή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: