Αν…..
Αν ήταν απατηλό το Σύμπαν, βουβό και κουφό
και τίποτε δεν κουνιόταν μέσα του ζωντανό
Αν «νεκροπόλεων φωσφορισμός»
ήταν ο Θεός
Αν κάτω απ’ τον αστερωμένο Ουρανό
τίποτε δεν είχε κορυφή,
Αν μετά τη καταρρακτώδη «βροχή»
Ουράνιο τόξο δεν αγκάλιαζε τη γη
Αν στων αβύσσων το κενό
μόνο πέρασμα ήταν μια γέφυρα κρεμαστή,
που μες το σκότος το ζοφερό
θα φοβόταν το πόδι μας να την διαβεί
κι αν η ψυχή μας αιχμάλωτη παρέμενε στο πήλινο κορμί,
χωρίς ελπίδα στην αρχική μας να επιστρέψουμε πηγή,
τότε μες το άπειρο του Κόσμου θα ’μασταν ολότελα μοναχοί
κι ό, τι πιο μίζερο και μιαρό θα επικρατούσε στης γης τη ζωή….
Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009
Τρίτη 10 Μαρτίου 2009
Και τώρα, τί θα κάνουμε τώρα;
Χωρίς ν’ αυξάνουμε τα έσοδά μας
με τη δουλειά μας,
στο άρμα της κατανάλωσης όλοι δεμένοι
πολύ αυτάρεσκα σερνόμασταν.
Κι απ’ την απληστία μας παρασυρμένοι,
αντί να περιορίζουμε τα έξοδά μας
ν’ αυγατίσουμε το βιος για τα στερνά μας,
αφειδώς κι ασύστολα δανειζόμασταν,
για να περνάμε καλύτερα, πιο πάνω απ’ τα δυνατά μας.
Και στις επιθυμίες, υποθηκεύοντας τα όνειρά μας
Ικανοποιήσαμε πλαστές ανάγκες, σπαταλώντας επί πιστώσει.
Ω! πόση ψευδαίσθηση αγοράσαμε στη ζωή μας,
κι αυταπάτη άλλη τόση!
Δεν βάλαμε κάτω τη λογική μας,
να δούμε το πόσο βαδίζουμε στραβά.
Ξανοιχτήκαμε….
σε βαθιά κολυμπώντας νερά...
κι εξαντλήσαμε…..
την αντοχή μας…..
κι έπειτα…. Αλί μας…
πλάκωσε της παγκόσμιας κρίσης η μπόρα!
Κι όλα ήλθαν τα πάνω κάτω.
Πιάσαμε όλοι της θάλασσας τον πάτο
και θα πνιγούμε απ’ ώρα σ’ ώρα!
Και τώρα, τί θα κάνουμε τώρα;
Δίχως δυνάμεις απ’ τον βυθό κάτω
πώς θα βγούμε στην επιφάνεια;
Μια φορά συνέβησαν τα Θεοφάνεια!
Ω! ας μην μας αρπάξει στα νύχια του ο πανικός.
«Αγαθόν το εξομολογείσθαι» δημοσίως κι επί παντός.
Πριν μας πνίξει της χρεοκοπίας ο Ωκεανός,
πρέπει τρόπο να βρούμε συναινετικώς,
για να επιπλεύσουμε όλοι, είτε έτσι είτε αλλιώς!
Χωρίς ν’ αυξάνουμε τα έσοδά μας
με τη δουλειά μας,
στο άρμα της κατανάλωσης όλοι δεμένοι
πολύ αυτάρεσκα σερνόμασταν.
Κι απ’ την απληστία μας παρασυρμένοι,
αντί να περιορίζουμε τα έξοδά μας
ν’ αυγατίσουμε το βιος για τα στερνά μας,
αφειδώς κι ασύστολα δανειζόμασταν,
για να περνάμε καλύτερα, πιο πάνω απ’ τα δυνατά μας.
Και στις επιθυμίες, υποθηκεύοντας τα όνειρά μας
Ικανοποιήσαμε πλαστές ανάγκες, σπαταλώντας επί πιστώσει.
Ω! πόση ψευδαίσθηση αγοράσαμε στη ζωή μας,
κι αυταπάτη άλλη τόση!
Δεν βάλαμε κάτω τη λογική μας,
να δούμε το πόσο βαδίζουμε στραβά.
Ξανοιχτήκαμε….
σε βαθιά κολυμπώντας νερά...
κι εξαντλήσαμε…..
την αντοχή μας…..
κι έπειτα…. Αλί μας…
πλάκωσε της παγκόσμιας κρίσης η μπόρα!
Κι όλα ήλθαν τα πάνω κάτω.
Πιάσαμε όλοι της θάλασσας τον πάτο
και θα πνιγούμε απ’ ώρα σ’ ώρα!
Και τώρα, τί θα κάνουμε τώρα;
Δίχως δυνάμεις απ’ τον βυθό κάτω
πώς θα βγούμε στην επιφάνεια;
Μια φορά συνέβησαν τα Θεοφάνεια!
Ω! ας μην μας αρπάξει στα νύχια του ο πανικός.
«Αγαθόν το εξομολογείσθαι» δημοσίως κι επί παντός.
Πριν μας πνίξει της χρεοκοπίας ο Ωκεανός,
πρέπει τρόπο να βρούμε συναινετικώς,
για να επιπλεύσουμε όλοι, είτε έτσι είτε αλλιώς!
Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009
Τ’ αγκυροβόλημα στο Ναύπλιο
Μέρα καλοκαιρινή. Μεσημέρι του μήνα Θεριστή.
Ήλιος κοντοστέκεται στου Παλαμηδιού τη κορφή,
να πάρει ανάσα, μιας δροσιάς πνοή.
Κι όσο ξαποσταίνει ψηλά εκεί,
άφθονο το χρυσάφι του διαχέεται κι ακτινοβολεί
στου Ναυπλίου την ξεχωριστή
σ’ ομορφιά πολιτεία.
Και μες απ’ τις ακτίνες ξεπετάχθηκε μ’ ορμή
και πρόβαλε στα μάτια μου προκλητική
της Ζωής της η ονειρική γοητεία.
Κι απ’ της Αρβανιτιάς τη σμαραγδένια παραλία,
Αιώνιου έρωτα ένα τραγούδι άκουσα ν’ αντηχεί,
μ’ ήχους πρωτάκουστους γιομάτους αρμονία.
Ύμνος αγάπης το τραγούδι χύνεται ολοτρόγυρα, εδώ κι εκεί
Λες και Σειρήνα-Μάγισσα τραγουδά και κοντά της με καλεί.
Ωραιότατους τόνους από κυμάτων μουσική μελωδία
ψιθυρίζει ο φλοίσβος κι η αύρα η θαλασσινή
-που φθάνουν στ’ αυτιά μου, σαν Οδύσσειας εποποιία-
λες και σιγοντάρουν ψέλνοντας ευχαριστίας προσευχή,
για κάθε ξενιτεμένου επιστροφή.
Αφουγκράζομαι τους ψιθύρους κι αχούς,
που διηγούνται αγάπης θρύλους μυστικούς,
θριάμβους από νίκες και πόνους από ήττες,
κι ο νους ανυψώνεται κι η ψυχή
ως τη στέγη του ουρανού τη γαλανή.
Έκθαμβα, τα μάτια μου απ’ του Παλαμηδίου την κορφή
κι αχόρταγα, κοιτούν τη λάμψη σου την εκτυφλωτική
και με μιας για σένα Πόλη ονειρική, δίψα ερωτική
άναψε ξαφνικά σα μπουρλότο μέσα μου δεσποτική.
Άνοιξα τα χέρια να σε κλείσω σ’ αγκαλιά θερμή
κι είπα μ’ επιθυμία σφοδρά καταλυτική:
«Θεέ μου, εισάκουσε της θνητής την ευχή.
Ας γίνει το Ναύπλιο, τ’ ακύμαντο αγκυροβόλι ζωής
και στη δική του ν’ αποθάνω τη γης».
Μέρα καλοκαιρινή. Μεσημέρι του μήνα Θεριστή.
Ήλιος κοντοστέκεται στου Παλαμηδιού τη κορφή,
να πάρει ανάσα, μιας δροσιάς πνοή.
Κι όσο ξαποσταίνει ψηλά εκεί,
άφθονο το χρυσάφι του διαχέεται κι ακτινοβολεί
στου Ναυπλίου την ξεχωριστή
σ’ ομορφιά πολιτεία.
Και μες απ’ τις ακτίνες ξεπετάχθηκε μ’ ορμή
και πρόβαλε στα μάτια μου προκλητική
της Ζωής της η ονειρική γοητεία.
Κι απ’ της Αρβανιτιάς τη σμαραγδένια παραλία,
Αιώνιου έρωτα ένα τραγούδι άκουσα ν’ αντηχεί,
μ’ ήχους πρωτάκουστους γιομάτους αρμονία.
Ύμνος αγάπης το τραγούδι χύνεται ολοτρόγυρα, εδώ κι εκεί
Λες και Σειρήνα-Μάγισσα τραγουδά και κοντά της με καλεί.
Ωραιότατους τόνους από κυμάτων μουσική μελωδία
ψιθυρίζει ο φλοίσβος κι η αύρα η θαλασσινή
-που φθάνουν στ’ αυτιά μου, σαν Οδύσσειας εποποιία-
λες και σιγοντάρουν ψέλνοντας ευχαριστίας προσευχή,
για κάθε ξενιτεμένου επιστροφή.
Αφουγκράζομαι τους ψιθύρους κι αχούς,
που διηγούνται αγάπης θρύλους μυστικούς,
θριάμβους από νίκες και πόνους από ήττες,
κι ο νους ανυψώνεται κι η ψυχή
ως τη στέγη του ουρανού τη γαλανή.
Έκθαμβα, τα μάτια μου απ’ του Παλαμηδίου την κορφή
κι αχόρταγα, κοιτούν τη λάμψη σου την εκτυφλωτική
και με μιας για σένα Πόλη ονειρική, δίψα ερωτική
άναψε ξαφνικά σα μπουρλότο μέσα μου δεσποτική.
Άνοιξα τα χέρια να σε κλείσω σ’ αγκαλιά θερμή
κι είπα μ’ επιθυμία σφοδρά καταλυτική:
«Θεέ μου, εισάκουσε της θνητής την ευχή.
Ας γίνει το Ναύπλιο, τ’ ακύμαντο αγκυροβόλι ζωής
και στη δική του ν’ αποθάνω τη γης».
Το νόημα
Α! Δίβουλοι άνθρωποι μυριάδες είναι και δειλοί,
που περιφέρονται αδρανείς στη γήινη διαδρομή!
Λες και φόβος το κάθε τους βήμα μετρά και σκεπάζει
κι αφήνουν άσκοπα τον χρόνο τους στη ζωή
να χάνεται και να λιμνάζει
σε βαλτονέρια χωρίς φωτός αναλαμπή!
Μα τί να την κάνεις μια τέτοια ζωή
σα δεν έχει φωτός φεγγοβολή,
δεν έχει μάνητα και πάθος κι ορμή;
Ω! Να εύχεται, αρματωμένη μπρατσέρα να ’ναι ο καθείς!
Ατρόμητη ν’ αρμενίζει στον ωκεανό της ζωής!
Μ’ ολάνοικτα -ψυχής και νου- πανιά
να ξανοίγεται σ’ άγνωστα πέλαγα μακρινά.
Αυτό είναι της ζήσης το νόημα κι η μεγάλη χαρά.
Σ’ αφηνιασμένο αντάριασμα, σα δοκιμάζεται σκληρά,
να μη κιοτεύει, να μη λιγοψυχά,
αλλά με λιονταριού να παλεύει καρδιά!
Ακόμα κι αν κινδυνεύει το «είναι» του μ’ αφανισμό,
σχέδιο υπομονής να βάζει μπροστά στο χαμό
και την δύναμή του ν’ αναμετρά,
αντλώντας φρόνηση απ’ το μυαλό
κι ήρεμα τις Σειρήνες και με θάρρος ν’ αψηφά!
Κι όσο κύματα λυσσασμένα συνεχώς συναντά,
να στρέφεται με σιγουριά, τον Ποσειδώνα Θεό να κοιτά.
Κι όσο κι αν σ’ του ταξιδιού του την γυροβολιά
ο καθείς αλύπητα κονταροχτυπιέται,
σαν με την αξιοσύνη του σώζεται κάθε φορά
και στης ζωής το αναμέτρημα δεν χαλιέται,
θα ’χει κάθε λόγο διπλά να ευχαριστιέται!
Α! Δίβουλοι άνθρωποι μυριάδες είναι και δειλοί,
που περιφέρονται αδρανείς στη γήινη διαδρομή!
Λες και φόβος το κάθε τους βήμα μετρά και σκεπάζει
κι αφήνουν άσκοπα τον χρόνο τους στη ζωή
να χάνεται και να λιμνάζει
σε βαλτονέρια χωρίς φωτός αναλαμπή!
Μα τί να την κάνεις μια τέτοια ζωή
σα δεν έχει φωτός φεγγοβολή,
δεν έχει μάνητα και πάθος κι ορμή;
Ω! Να εύχεται, αρματωμένη μπρατσέρα να ’ναι ο καθείς!
Ατρόμητη ν’ αρμενίζει στον ωκεανό της ζωής!
Μ’ ολάνοικτα -ψυχής και νου- πανιά
να ξανοίγεται σ’ άγνωστα πέλαγα μακρινά.
Αυτό είναι της ζήσης το νόημα κι η μεγάλη χαρά.
Σ’ αφηνιασμένο αντάριασμα, σα δοκιμάζεται σκληρά,
να μη κιοτεύει, να μη λιγοψυχά,
αλλά με λιονταριού να παλεύει καρδιά!
Ακόμα κι αν κινδυνεύει το «είναι» του μ’ αφανισμό,
σχέδιο υπομονής να βάζει μπροστά στο χαμό
και την δύναμή του ν’ αναμετρά,
αντλώντας φρόνηση απ’ το μυαλό
κι ήρεμα τις Σειρήνες και με θάρρος ν’ αψηφά!
Κι όσο κύματα λυσσασμένα συνεχώς συναντά,
να στρέφεται με σιγουριά, τον Ποσειδώνα Θεό να κοιτά.
Κι όσο κι αν σ’ του ταξιδιού του την γυροβολιά
ο καθείς αλύπητα κονταροχτυπιέται,
σαν με την αξιοσύνη του σώζεται κάθε φορά
και στης ζωής το αναμέτρημα δεν χαλιέται,
θα ’χει κάθε λόγο διπλά να ευχαριστιέται!
Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2009
Στο θέατρο του Κόσμου
Συγγραφέας ατάλαντος σ’ έμπνευση και γραφή
και σκηνοθέτης άχαρος κι ανίδεος εν πολλοίς, η κοινωνία.
Και στο θέατρο του Κόσμου αυτή την εποχή,
δεν πρωταγωνιστεί ο Πολιτισμός στη σκηνή,
ούτε ιδανικών στόχοι, ούτε καν η απλή λογική.
Πρωταγωνιστές εμφανίζονται πια η Οργή.
Η Εκδίκηση, το Μίσος και η Βία,
Η Δίψα αίματος κι η Πείνα για σάρκα αδελφική.
Με ρόλους πολυπρόσωπους οι νέοι ηθοποιοί
παίζουν ένα αιώνιο δράμα
με τίτλο «Ανάθεμα στη Ζωή».
Ένα δράμα για γέλιο και για κλάμα,
που μ’ άσματα και χορούς
Άρπυιες χορεύουν κι Ερινύες συνάμα,
με ρυθμούς θελκτικούς.
Κι η ανθρωπότητα; Α, η ανθρωπότητα θεατής,
τα δρώμενα παρακολουθεί επί σκηνής
μ’ αδιάφορο βλέμμα και ψυχρό.
Χωρίς ίχνος οργής,
δίχως φωνή έντονης διαμαρτυρίας
μήτε καν αποστροφής μορφασμό.
Και λες και πλέει ναρκωμένη εν πολλοίς
σε πελάγη ευδαιμονίας,
αλίμονο! Σηκώνεται ορθή
και μανιωδώς χειροκροτεί.
Συγγραφέας ατάλαντος σ’ έμπνευση και γραφή
και σκηνοθέτης άχαρος κι ανίδεος εν πολλοίς, η κοινωνία.
Και στο θέατρο του Κόσμου αυτή την εποχή,
δεν πρωταγωνιστεί ο Πολιτισμός στη σκηνή,
ούτε ιδανικών στόχοι, ούτε καν η απλή λογική.
Πρωταγωνιστές εμφανίζονται πια η Οργή.
Η Εκδίκηση, το Μίσος και η Βία,
Η Δίψα αίματος κι η Πείνα για σάρκα αδελφική.
Με ρόλους πολυπρόσωπους οι νέοι ηθοποιοί
παίζουν ένα αιώνιο δράμα
με τίτλο «Ανάθεμα στη Ζωή».
Ένα δράμα για γέλιο και για κλάμα,
που μ’ άσματα και χορούς
Άρπυιες χορεύουν κι Ερινύες συνάμα,
με ρυθμούς θελκτικούς.
Κι η ανθρωπότητα; Α, η ανθρωπότητα θεατής,
τα δρώμενα παρακολουθεί επί σκηνής
μ’ αδιάφορο βλέμμα και ψυχρό.
Χωρίς ίχνος οργής,
δίχως φωνή έντονης διαμαρτυρίας
μήτε καν αποστροφής μορφασμό.
Και λες και πλέει ναρκωμένη εν πολλοίς
σε πελάγη ευδαιμονίας,
αλίμονο! Σηκώνεται ορθή
και μανιωδώς χειροκροτεί.
Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008
Καλλικέλαδο ένα πουλί
Βλέπω τη ζωή π’ ακράτητη στριφογυρίζει.
Τον πύρινο ανεμοστρόβιλο κοιτώ
κι Ίμερος το πρόσωπό μου φλογίζει,
αχ, μέσα του να βρισκόμουν κι εγώ!
Στα στήθη βράζει ο πόθος και τσιτσιρίζει
κι όλο το «είναι» μου, Έρωτα για ζωή λαχταρά,
έναν Έρωτα που η λογική
μου τον αρνείται κατηγορηματικά
κι όλο μου φωνάζει: «φτάνει πια»!
Μα εγώ ακούω τη καρδιά μου π’ ακόμα σφυροκοπά
με προσδοκία για του κόσμου τα ωραία και τα καλά!
Κάτω, βρυχάται το κύμα κι αφρίζει.
Απ’ ολούθε άγρια ο βοριάς σφυρίζει.
Πέρα, η θάλασσα γαλανίζει.
Μα εγώ κοίταξα πάνω μου ψηλά
Και σαν είδα τον Ήλιο να λαμπυρίζει,
αμέτοχος στη κοσμική αναρχία,
ξεπερνώντας νωχελικούς βηματισμούς
υπερπηδώντας λογικής δισταγμούς
το πνεύμα μου έκανα παρευθύς μια σχεδία
τη θάλασσα να διαπλεύσω ζωή.
Και ταξιδεύοντας μαζί του δω κι εκεί
τη καρδιά μου έβαλα πυξίδα να μ’ οδηγεί.
Κι όπως τη θάλασσα η σκέψη μου σκίζει,
τη θάλασσα-ζωή την αγριωπή, που υπόκωφα μουγκρίζει,
την ψυχή μου όρθωσα γαλάζιο μεταξωτό πανί.
Κι εκείνο φουσκώνει, σχήματα διάφορα παίρνει,
ώσπου μικρό γίνεται καλλικέλαδο τελικά ένα πουλί.
Αψηφά του άνεμου την οργή
που απ’ όλες τις πλευρές διαρκώς το δέρνει
κι εμψυχωμένο απ’ τη μεγαλοπρέπεια τη συμπαντική
στη ζωή τραγουδά, πρίμο-σιγόντο με την ψυχή
όλα κείνα τα τραγούδια που με ψιθυριστή φωνή
λέει το στόμα του εραστή.
Τον πύρινο ανεμοστρόβιλο κοιτώ
κι Ίμερος το πρόσωπό μου φλογίζει,
αχ, μέσα του να βρισκόμουν κι εγώ!
Στα στήθη βράζει ο πόθος και τσιτσιρίζει
κι όλο το «είναι» μου, Έρωτα για ζωή λαχταρά,
έναν Έρωτα που η λογική
μου τον αρνείται κατηγορηματικά
κι όλο μου φωνάζει: «φτάνει πια»!
Μα εγώ ακούω τη καρδιά μου π’ ακόμα σφυροκοπά
με προσδοκία για του κόσμου τα ωραία και τα καλά!
Κάτω, βρυχάται το κύμα κι αφρίζει.
Απ’ ολούθε άγρια ο βοριάς σφυρίζει.
Πέρα, η θάλασσα γαλανίζει.
Μα εγώ κοίταξα πάνω μου ψηλά
Και σαν είδα τον Ήλιο να λαμπυρίζει,
αμέτοχος στη κοσμική αναρχία,
ξεπερνώντας νωχελικούς βηματισμούς
υπερπηδώντας λογικής δισταγμούς
το πνεύμα μου έκανα παρευθύς μια σχεδία
τη θάλασσα να διαπλεύσω ζωή.
Και ταξιδεύοντας μαζί του δω κι εκεί
τη καρδιά μου έβαλα πυξίδα να μ’ οδηγεί.
Κι όπως τη θάλασσα η σκέψη μου σκίζει,
τη θάλασσα-ζωή την αγριωπή, που υπόκωφα μουγκρίζει,
την ψυχή μου όρθωσα γαλάζιο μεταξωτό πανί.
Κι εκείνο φουσκώνει, σχήματα διάφορα παίρνει,
ώσπου μικρό γίνεται καλλικέλαδο τελικά ένα πουλί.
Αψηφά του άνεμου την οργή
που απ’ όλες τις πλευρές διαρκώς το δέρνει
κι εμψυχωμένο απ’ τη μεγαλοπρέπεια τη συμπαντική
στη ζωή τραγουδά, πρίμο-σιγόντο με την ψυχή
όλα κείνα τα τραγούδια που με ψιθυριστή φωνή
λέει το στόμα του εραστή.
Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008
Γράμματα έξη, σε μια λέξη
Δεν προσπαθώ να το κρύψω
Ούτε διστάζω να το μολογήσω
Μα ο νους χάνεται σαν συλλογισθεί
με ποιον απ’ όλους τους τρόπους να εκφρασθεί.
Μπερδεύεται η γλώσσα και λόγο δεν μπορώ ν’ αρθρώσω.
Τρέμει το χέρι σαν γράφει για αισθήματα στο χαρτί.
Όμως θέλω το κλειδί να φανερώσω
πως ανοίγει της καρδιάς η πόρτα η κλειστή.
Γράμματα έξη,
απ’ το αλφάβητο διαλέγω το Ελληνικό.
Με ευλάβεια τα ζευγαρώνω σε μια λέξη
κι ευθύς ζωογόνος γραφή γεννιέται
κι από μέσα της λόγος μυριόκαλος ξεπετιέται:
Σ’ - Α – Γ- Α- Π- Ω!
Ω! απλά γράμματα έξη, ζευγαρωμένα σε μια λέξη,
μ’ οποιοδήποτε καιρό, χιονίσει, βρέξει,
τί γραφή ακατάλυτη εγκυμονούν με νόημα υπερβατικό!
Και σαν ο λόγος απ’ το «είναι» της καρδιάς αναβλύζει
αστείρευτη πηγή φωτός στη ζωή ξεχειλίζει
και τον ίδιο τον θάνατο εξορίζει στο κενό!
Ούτε διστάζω να το μολογήσω
Μα ο νους χάνεται σαν συλλογισθεί
με ποιον απ’ όλους τους τρόπους να εκφρασθεί.
Μπερδεύεται η γλώσσα και λόγο δεν μπορώ ν’ αρθρώσω.
Τρέμει το χέρι σαν γράφει για αισθήματα στο χαρτί.
Όμως θέλω το κλειδί να φανερώσω
πως ανοίγει της καρδιάς η πόρτα η κλειστή.
Γράμματα έξη,
απ’ το αλφάβητο διαλέγω το Ελληνικό.
Με ευλάβεια τα ζευγαρώνω σε μια λέξη
κι ευθύς ζωογόνος γραφή γεννιέται
κι από μέσα της λόγος μυριόκαλος ξεπετιέται:
Σ’ - Α – Γ- Α- Π- Ω!
Ω! απλά γράμματα έξη, ζευγαρωμένα σε μια λέξη,
μ’ οποιοδήποτε καιρό, χιονίσει, βρέξει,
τί γραφή ακατάλυτη εγκυμονούν με νόημα υπερβατικό!
Και σαν ο λόγος απ’ το «είναι» της καρδιάς αναβλύζει
αστείρευτη πηγή φωτός στη ζωή ξεχειλίζει
και τον ίδιο τον θάνατο εξορίζει στο κενό!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)