Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009

Τ’ αγκυροβόλημα στο Ναύπλιο

Μέρα καλοκαιρινή. Μεσημέρι του μήνα Θεριστή.
Ήλιος κοντοστέκεται στου Παλαμηδιού τη κορφή,
να πάρει ανάσα, μιας δροσιάς πνοή.
Κι όσο ξαποσταίνει ψηλά εκεί,
άφθονο το χρυσάφι του διαχέεται κι ακτινοβολεί
στου Ναυπλίου την ξεχωριστή
σ’ ομορφιά πολιτεία.
Και μες απ’ τις ακτίνες ξεπετάχθηκε μ’ ορμή
και πρόβαλε στα μάτια μου προκλητική
της Ζωής της η ονειρική γοητεία.

Κι απ’ της Αρβανιτιάς τη σμαραγδένια παραλία,
Αιώνιου έρωτα ένα τραγούδι άκουσα ν’ αντηχεί,
μ’ ήχους πρωτάκουστους γιομάτους αρμονία.
Ύμνος αγάπης το τραγούδι χύνεται ολοτρόγυρα, εδώ κι εκεί
Λες και Σειρήνα-Μάγισσα τραγουδά και κοντά της με καλεί.
Ωραιότατους τόνους από κυμάτων μουσική μελωδία
ψιθυρίζει ο φλοίσβος κι η αύρα η θαλασσινή
-που φθάνουν στ’ αυτιά μου, σαν Οδύσσειας εποποιία-
λες και σιγοντάρουν ψέλνοντας ευχαριστίας προσευχή,
για κάθε ξενιτεμένου επιστροφή.

Αφουγκράζομαι τους ψιθύρους κι αχούς,
που διηγούνται αγάπης θρύλους μυστικούς,
θριάμβους από νίκες και πόνους από ήττες,
κι ο νους ανυψώνεται κι η ψυχή
ως τη στέγη του ουρανού τη γαλανή.

Έκθαμβα, τα μάτια μου απ’ του Παλαμηδίου την κορφή
κι αχόρταγα, κοιτούν τη λάμψη σου την εκτυφλωτική
και με μιας για σένα Πόλη ονειρική, δίψα ερωτική
άναψε ξαφνικά σα μπουρλότο μέσα μου δεσποτική.
Άνοιξα τα χέρια να σε κλείσω σ’ αγκαλιά θερμή
κι είπα μ’ επιθυμία σφοδρά καταλυτική:
«Θεέ μου, εισάκουσε της θνητής την ευχή.
Ας γίνει το Ναύπλιο, τ’ ακύμαντο αγκυροβόλι ζωής
και στη δική του ν’ αποθάνω τη γης».
Το νόημα

Α! Δίβουλοι άνθρωποι μυριάδες είναι και δειλοί,
που περιφέρονται αδρανείς στη γήινη διαδρομή!
Λες και φόβος το κάθε τους βήμα μετρά και σκεπάζει
κι αφήνουν άσκοπα τον χρόνο τους στη ζωή
να χάνεται και να λιμνάζει
σε βαλτονέρια χωρίς φωτός αναλαμπή!

Μα τί να την κάνεις μια τέτοια ζωή
σα δεν έχει φωτός φεγγοβολή,
δεν έχει μάνητα και πάθος κι ορμή;
Ω! Να εύχεται, αρματωμένη μπρατσέρα να ’ναι ο καθείς!
Ατρόμητη ν’ αρμενίζει στον ωκεανό της ζωής!
Μ’ ολάνοικτα -ψυχής και νου- πανιά
να ξανοίγεται σ’ άγνωστα πέλαγα μακρινά.
Αυτό είναι της ζήσης το νόημα κι η μεγάλη χαρά.

Σ’ αφηνιασμένο αντάριασμα, σα δοκιμάζεται σκληρά,
να μη κιοτεύει, να μη λιγοψυχά,
αλλά με λιονταριού να παλεύει καρδιά!
Ακόμα κι αν κινδυνεύει το «είναι» του μ’ αφανισμό,
σχέδιο υπομονής να βάζει μπροστά στο χαμό
και την δύναμή του ν’ αναμετρά,
αντλώντας φρόνηση απ’ το μυαλό
κι ήρεμα τις Σειρήνες και με θάρρος ν’ αψηφά!
Κι όσο κύματα λυσσασμένα συνεχώς συναντά,
να στρέφεται με σιγουριά, τον Ποσειδώνα Θεό να κοιτά.

Κι όσο κι αν σ’ του ταξιδιού του την γυροβολιά
ο καθείς αλύπητα κονταροχτυπιέται,
σαν με την αξιοσύνη του σώζεται κάθε φορά
και στης ζωής το αναμέτρημα δεν χαλιέται,
θα ’χει κάθε λόγο διπλά να ευχαριστιέται!