Τρίτη 20 Μαΐου 2008

Απόσπασμα από την ποιητική συλλογή"Αγάπης κι Έρωτα Στοχασμοί"

2
Εστιάζομαι σε μια γραφή κι εκείνης επικαλούμενη τη μαρτυρία
πως «…….Η Αθανασία είναι η κόρη του Θανάτου
και ο Θάνατος είναι γιος της Ζωής
και η Ζωή είναι κόρη του Φωτός
και το Φως είναι η αύρα του Θεού
και ο Θεός είναι η Αγάπη, που γίνεται Ποίηση
και ο Έρωτας είναι ο αιώνιος πόθος της Αγάπης,
να γίνεται Ποίηση
και η Ποίηση είναι το λίκνο της Αθανασίας»…{1}
κι όσο των νοημάτων στοχάζομαι την ουσία
σπρώχνω τον εαυτό μου να εισχωρήσω ακόμη πιο βαθιά,
στη δεξαμενή της Σοφίας του Ενός.
Ν’ αντλήσω έννοιες εκεί και νοήματα για τα ερωτικά,
να ’ναι ο λόγος μου πιο μεστός.

Κι ο νους δεν δειλιάζει να τα πει με το στόμα,
πως από παλιά και πριν από τη Βίβλο ακόμα,
Έρωτας κι Αγάπη μυστήρια είναι ιερά,
μ’ ασύλληπτη στην έκτασή τους έννοια και πολύ βαθιά.
Με τη βίωσή τους, αποκαλύπτονται τα μεγάλα μυστικά!
Κι εδώ είναι η μεγάλη στη γήινη διαδρομή διαφορά.
Όσο αγάπη κι έρωτας κρατούνται χειροπιαστά και τρυφερά
σαν άγιο πνεύμα ζωής και Θεϊκής δωρεάς ευλογία,
και μ’ αυτή την έννοια έχουν στη ζωή μας τα πρωτεία,
εξυψώνουν την ύπαρξή μας λαμπρύνοντας την όλη μας πορεία!

3
Μα σαν στρέφω το βλέμμα στη σημερινή μας οδοιπορία,
ω! τί κεραυνοί αντηχούν εν αιθρία!
Όμοια με τους Πρωτόπλαστους, δεν δείχνουμε δυσπιστία
στο «φίδι» που με χίλιους τρόπους μας παραπλανά
και στην Οδύσσεια μας παραπλέοντας απ’ των Σειρήνων τα νησιά
παρακούμε τις εντολές που δόθηκαν με τόση σοφία
και παρασυρόμαστε απ’ τα τραγούδια τα πλανερά!

Με παραινέσεις θεωριών, δολώματα εποχής δελεαστικά,
γιομάτα υποσχέσεις ζωής με δώρα σαγηνευτικά
ω! πώς καταλήξαμε να βιώνουμε τα «ερωτικά»!
Επιδερμικά, δίχως τη ζωογόνα της αγάπης ζεστασιά!

Εκφράζουμε λέξεις γιομάτες σύγχυση κι αμφιβολία!
Οι όρκοι μας μένουν λόγια στην κυριολεξία!
Ω! Πόσο ξεστρατίσαμε από δρόμους αρετών στην πορεία
και πνέει ένας άνεμος στη ζωή, μ’ απόλυτη πλέον ασυδοσία!
4
Το πνεύμα μου δέρνεται από έντονη απορία!
Πού ο σεβασμός στον Έρωτα μ’ Αγάπης μεγαλοπρέπεια;
Πού η Τιμή; Πού η Αξιοπρέπεια;
Πού η εκτίμηση στην Φιλία; Στην καλή γειτονία;

Ω! Λες και γεννήθηκε μια καινούργια θρησκεία
που ’χει σ’ όλο τον κόσμο με ταχύτητα φωτός διαδοθεί,
κι ισοπέδωσε όσα στη ζωή από παλιά νόημα έδιναν κι αξία!
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα και τούτο έχει συμβεί,
αλήθεια, ποια η θέση μας απέναντι στην νέα λατρεία
που στις μέρες μας ενέσκηψε γιομάτη σκοταδισμό;

Θα μείνουμε αδρανείς, άβουλοι και μοιραίοι με το κεφάλι σκυφτό
ή θα κάνουμε την υπέρβαση ν’ αλλάξει τούτο το σκηνικό!
Ε, λοιπόν, ας ξεκινήσουμε όλοι μαζί μια νέα σταυροφορία,
στην οικογένεια, στους χώρους δουλειάς, στα σχολεία,
με τους δικούς, φίλους και γνωστούς στην ευρύτερη κοινωνία,
στη ζωή να επαναφέρουμε του Θείου Έρωτα διάχυτη παρουσία,
φωτός να στεριώνουν έργα, με της Αγάπης τη μαγική ουσία!

Ο δικός μας δρόμος

Ο δικός μας δρόμος

1
Όλο κι όλο το προικιό μας,
σαν ξημέρωνε της νιότης μας η χαραυγή,
ήταν η ευχή των γονιών μας.
Μα στο νου, γεμάτο το σταμνί των προσδοκιών μας.
Ακούγαμε ενθαρρυντική, και μια φωνούλα μυστική,
πως πάντοτε «νικούν οι τολμηροί».

Ας μη μας έδειχνε η ζωή την όψη της την καλή.
Στο κάτω-κάτω, δεν είχαμε και πολλά να χάσουμε,
αν στην αναμέτρηση μαζί της,
την αντοχή μας τολμούσαμε να δοκιμάσουμε.

Κι η φαντασία έκανε δυνατό, το κάθε τι.
Πρόκληση κι όραμα παιδικό,
να ψαρέψουμε ηλιαχτίδες από θάλασσα, γη κι ουρανό,
να φωτίζουν το δρόμο μας λαμπρό.
2
Ριχτήκαμε στο κολύμπι, με τόλμη κι ελπίδα πολλή.
Ο μόνος φόβος, μην και μας σπάσει το σταμνί,
κι οι προσδοκίες στους τέσσερις ανέμους σκορπίσουν,
μήπως και χάσουμε των γονιών μας την ευχή
και σαλαγήσει ο νους κι αδειάσει η ψυχή.
Στου χρόνου τον ξέφρενο καλπασμό
και στης πορείας το τρεχαλητό,
κάποια πράγματα πέθαιναν βουβά
κι άλλα μένανε ατόφια μέσα μας, ζωντανά,
ανάλογα με τη θέση που καταλάμβαναν
και τις ρίζες που άπλωναν στο νου και την καρδιά.
3
Φορές που φουρτούνιαζε απ’ την αδικία η ψυχή,
παρακινώντας μας, αγριεμένοι να πεταχτούμε κι ορθοί,
φορές που το αίμα κόχλαζε καυτό
σε κάθε ταπείνωση που δεχόμασταν πικρή
κι αναστάτωνε του κορμιού το σφυγμό,
στο χτύπημα ν’ απαντήσουμε με χτύπημα και θυμό,
των γονιών το δίδαγμα υπομονής και σωφροσύνης
κατάφερνε να συγκρατεί, κάθε άσκοπη κίνηση βιασύνης.
4
Δύναμη ψυχής των γονιών μας η συμβουλή
κι «όχι ακόμα! Όχι ακόμη! δεν ήλθε ο καιρός να δικαιωθείς,
για κάθε ταπείνωση που δέχτηκες ή θα δεχτείς»,
απαντούσαμε στην οργή. Και το δρόμο συνεχίζαμε μ’ υπομονή.
Πέφταμε, ματώναμε, σηκωνόμασταν, ξανά και ξανά.
Τα δάκτυλα γίνονταν ατσάλινα αγκίστρια,
σφιχτοδένοντας τ’ όνειρο με τη ζωή.

Κι όσο η ελπίδα, των προσδοκιών μας το σταμνί,
κρατούσε άθικτο στους ώμους μας και σταθερά
και βήμα το βήμα, μας ακολουθούσε των γονιών μας η ευχή,
ένα ίχνος μας αφήναμε στον αέρα κάθε φορά.
Του θριάμβου και της νίκης μας την κραυγή!
5
Μα ώσπου να ’ρθει κείνη η μέρα κι εκείνη η στιγμή,
ο μόχθος μας ν’ ανθίσει, να καρποφορήσει,
απ’ τον ιδρώτα πώς λιώναμε σ’ όλο το δρόμο,
μ’ εκείνο που σηκώναμε το βάρος
και το τίμημα για την αποκοτιά και το θάρρος,
που πληρώναμε στην άνιση μάχη ολημερίς,
δεν δύναται να το φανταστεί, να το νοιώσει κανείς,
στην εποχή τη τωρινή!...
Αυτός ήταν ο δρόμος κι η δική μας διαδρομή.
Ποιος ο δικός σου, γενιά σημερινή;


από την ποιητική συλλογή "Διαδρομές"

Κυριακή 18 Μαΐου 2008

Κι όμως τρέχουμε πολύ

Κι όμως τρέχουμε πολύ



1
Σάμπως σκιά, ο χρόνος ζωής κυλάει ταχύς,
περιπλανώμενη σ’ αποφτερούγισμα ονείρου μες σ’ ύπνο βαθύ
που σβήνει στο φως πριν πάρει τη ποθητή μορφή.
Κι ενώ πουλιά διαβατάρικα, όλοι εμείς,
ερχόμαστε και φεύγουμε από τούτη τη γης
αντί, όσο ξεδιπλώνεται το νήμα της ζωής,

του ήλιου ν’ απολαμβάνουμε το φως και τη ζεστασιά,
έξω να τρέχουμε σ’ ανθοστόλιστα λιβάδια και χωράφια καρπερά,
ν’ αγναντεύουμε κορφές, να σκαρφαλώνουμε στα βουνά,
σαν παιδιά να πλατσουρίζουμε στης θάλασσας την αγκαλιά,
του κόσμου γύρω μας την απλόχερη να χαιρόμαστε ομορφιά
κι ο ένας ν’ ανταμώνει τον άλλον μ’ αγάπη στη καρδιά,

γίναμε όλοι κουρδιστή μια μηχανή,
με μουδιασμένη ψυχή
και τρέχουμε, τρέχουμε πολύ,
στρατιωτάκια μολυβένια σε πομπή,
στους σκονισμένους δρόμους της γης.
2
Ω! στη πλάνη μας, πόσος κόπος να φανεί η αλήθεια,
το πόσο πολύτιμο κι ανεκτίμητο είναι το δώρο της ζωής!
Ω! πόσο ανόητα ο νους μας έμαθε να λειτουργεί,
με μύθους και θεωρίες, πολλά παραμύθια
και ξεχνά πως λίγος είναι ο χρόνος ζωής
και κάθε βήμα της διαδρομής
πιο κοντά μας πάει προς τη θανή.

Και χειριζόμαστε τη δωρεά της ύπαρξης μ’ αλαζονεία!
Κι ενώ φιδοπαίζει μαζί μας ο χρόνος στην πορεία,
αφήνουμε να μας κυβερνά η απληστία,
φοβερό να μας κυνηγά σερπετό
κι όλο τρέχουμε κι όλοι τρέχουμε χωρίς ανασασμό,
δίχως ανάπαυλας στιγμή και δεν έχει το τρέξιμο τελειωμό!
3
Γιατί τρέχουμε όμως κι είμαστε πάντα τόσο βιαστικοί!
Τί θέλουμε να προφτάσουμε, πέστε μου τί;
Μη και γνωστό δεν είναι τί μας περιμένει σε κάθε στροφή;
Ω! Μες την αλήθεια του, γνώση της ύλης οδυνηρή!
Μ’ απέραντο σκοτάδι ένας τάφος, ένα μέτρο βαθύς στη γη!
Κι όμως, δεν σταματάμε να τρέχουμε προς αυτό, τόσο πολύ!

από την ποιητική συλλογή "Βήματα στων ανθρώπων τη γη"

Σάββατο 17 Μαΐου 2008

Η συγγένεια

Η συγγένεια

1
Μόλις είχε χαθεί στ’ ουρανού τον ορίζοντα
τ’ ολόχρυσο του ήλιου αμάξι με τ’ άλογα τα γοργά,
κι ένα γύρω απλώνονταν φωτός χρώματα ιριδίζοντα,
χρυσόσκονη πασπαλίζοντας τη θάλασσα τη πλατιά!
Ω! κόσμου ομορφιά!

Κι όσο ένα-ένα ξεχύνονταν απ’ το ουράνιο λαγήνι
μύρια αστέρια, λαμπυρίζοντα,
πάνω στο κατώφλι της γης, μεγαλόπρεπη ξεπρόβαλε κείνη,
της νύχτας η κυρίαρχος μες τ’ άπειρο του ορίζοντα
και φίλη των μοναχικών, η Σελήνη,

που ξέρει πώς να τρυπώνει στην κλειστή αγκαλιά τους
και στης νύχτας τη σιγαλιά, τ’ αυτιά της στήνει
κι ακούει μ’ υπομονή τα προβλήματά τους.
Και θυμίζοντας τους στιγμές χαράς στα βήματά τους,
τους κάνει να ξεχνούν τη μοναξιά τους.
2
Κι όπως ξάνοιγε δρόμο χωρίς βιασύνη
και το στέμμα της το φωτεινό για μια στιγμή αφήνει,
πάνω στα γαλάζια βουνά,
ντύνοντας τα μεγαλόπρεπη φορεσιά,
σπαρτάρισε το είναι μου, μ’ ηδυπάθειας ανατριχίλα!

Μπροστά στη τόση κοσμικής ομορφιάς πλημμύρα
σ’ αυτού του δειλινού τη χαύνα σιωπή,
απελευθερώθηκαν οι σκέψεις του νου,
και μ’ ηδονής άλικη ταραχή,
στροβιλίζομαι σε κύκλους εξαγνισμού,
καλώντας τη Σελήνη, φίλη να με ζυγώσει κι εμένα καλή.
3
Ω! στο τρυφερό της αγκάλιασμα πώς ηρέμησε η ψυχή
κι ανοίχτηκα σε κουβέντα μαζί της, για ώρα πολλή!
Και σαν μου ’πε πως του Ήλιου είναι η μονάκριβη αδελφή
κι ο Ήλιος ο μοναδικός αδελφός της,
μες από χρώματα κι ουράνια περάσματα,
όπου ιερογλυφικά ξεσκεπάζονταν κι εικονογράμματα,

λες και μ’ άνοιξε δίαυλο γι’ άλλου κόσμου ζωή
και μου ’δωσε το κλειδί,
μια λεπτομέρεια να ενεργοποιηθεί αινιγματική
σ’ αρχέγονα μυστήρια να εντρυφήσω και μυστικά.
Κι ανακάλυψα κάτι σπουδαίο, με νόημα πολύ σημαντικό,
που συνδέει τη ζωή της γης μ’ εκείνη στον ουρανό.
Της συγγένειας τον ακατάλυτο ιερό δεσμό.
4
Ήλιος και Σελήνη, αρχοντο-γεννήματα τ’ ουρανού και τα δυο μαζί
όπου τάχθηκε το καθένα, μες στο στερέωμα το πλατύ,
δίχως έχθρα και φθόνο αναμεταξύ,
πώς μοιράζονται τα καθήκοντα με σύμπνοια πολύ αγαστή!
Και δεν κουράζονται του Φωτός να διαφεντεύουν τη πηγή,
φιλιωμένα στη μοιρασιά και τα δυο, απ’ των αιώνων την απαρχή!

Και τούτη η γνώση έγινε φως μου,
όπου γης άνθρωπε αυτού του κόσμου.
Μη κι εγώ σε τούτη τη γη, δεν είμαι η αδελφή σου;
Μη κι εσύ δεν είσαι ομογάλακτος τ’ ουρανού αδελφός μου;
Ω, αδελφέ! Απόψε μια ευκαιρία δώσ’ μου
κι απ’ την ενεργό ζωή σου,
είτε σε ώρα χαράς είτε δάκρυ σκουπίζεις, είτε βιώνεις πόνο,
αφιέρωσε μου λίγο χρόνο,
μιας στιγμούλας περίσσευμα μόνο,
ή έστω και λίγο πριν σε ύπνο πέσεις βαθύ,
σε νανούρισμα ν’ ακούσεις μητρικό,
ό, τι πιο ωραίο βίωσα κι έμαθα τούτο το δειλινό
και μες τ’ όνειρο να το ονειρευτείς κι εσύ!
Την απόλυτη Αρμονία
στο κόσμο τον συμπαντικό
και την αγαστή συνεργασία,
όλων εκείνων που πλάστηκαν απ’ τον Δημιουργό!
5
Ω! έχεις υπομονή αδελφέ,
ν’ ακούσεις κι άλλα που θέλω να σου πω.
απ’ όλα κείνα που μιλήσαμε απόψε η Σελήνη κι εγώ;
Τί κι αν σύννεφα βαριά καλύπτουν συχνά τη γη;
Τί κι αν ο ουρανός μπουμπουνίζει και πέφτουν κεραυνοί;

Τί κι αν φαίνεται πως το φως της μέρας έχει χαθεί
και γύρω και στη ζωή μας ζοφερή νύχτα έχει απλωθεί;
Τι κι αν σκορπίζει θάνατο, πότε η φωτιά και πότε η βροχή;
Τί κι αν από καιρό σε καιρό, σείεται απ’ τη ρίζα η γη
και τρέμουν τα βουνά σε Δύση κι Ανατολή;

Η ζωή μας αδελφέ, όπως και της φύσης η ζωή.
μπορεί να ’χει τις καταιγίδες της και τους σεισμούς της.
Τις φωτιές και τις πλημμύρες, τους θυμούς της.
Έχει όμως και τους αρμονικούς παράλληλα ρυθμούς της,
μες τη συνεχή των πραγμάτων εναλλαγή.
να διατηρείται το μέτρο και η χρυσή τομή,
για να επανασυνδέει τους διαλυμένους αρμούς της.
6
Εσύ κι Εγώ, όλοι Εμείς, συνοδοιπόροι στη ζωή,
ας στηριχθούμε στην αρχέτυπη συγγένειά μας, για όλους κοινή.
Κι όσο λαξεύουμε τα σημάδια μας πάνω στους βράχους της γης,
ακόμη κι όταν σκοντάφτουμε ή σερνόμαστε καταγής,
ας μεριμνούμε κατοικία μας να μην είναι η λάσπη κι η σκόνη.
Ούτε κρεβάτι μας, η ερημιά
και σαν αγριεύουν της ζωής τα στοιχειά
απομένει η ψυχή να δέρνεται μόνη.

Ακόμη κι όταν σ’ αγκάθια το κορμί ξεσχίζεται και ματώνει,
ακόμα κι όταν μας καίει αλύπητα του ήλιου η φωτιά
κι η δίψα τα χείλη ξεραίνει και στεγνώνει,
ας στρέψουμε τα μάτια, να κοιτάξουμε ψηλά!
Ενώ ξεπεσμένοι τ’ Ουρανού θεοί, ερχόμαστε δω στη γη
και μ’ Εκείνον δεν κάναμε ακόμη ανακωχή,
αναθαρρείτε!
Τα πρόσωπα ξεσκεπάστε!
Χέρι-χέρι όλοι αδελφικά πιαστείτε
κι ό, τι βαραίνει τη σκέψη, από πάνω σας βγάλτε
κι ο ένας στον άλλον αρχίστε να χαμογελάτε!

Μου το ’πε απόψε η Σελήνη με λόγια απλά, γιομάτα σιγουριά.
Ο Ουρανός, ω! Εκείνος ποτέ δεν θα πάψει να μας χαμογελά.
Μ’ ορθάνοιχτη στέκει από πάνω μας την πατρική αγκαλιά,
δικά Του ήμαστε παιδιά, μη το λησμονάτε
και στις όποιες δοκιμασίες μας, πάντα είναι κοντά!

από την ποιητική μου συλλογή "Δρόμοι φωτός"

Τετάρτη 14 Μαΐου 2008

Αυτό ήταν τ' όνειρό μας;

.......Μάχες κερδίσαμε αρκετές//στον αγώνα να τιθασεύσουμε τη φύση,
μα κάθε νίκη γίνηκε ¨μπούμεραγκ"//και τον πόλεμο χάσαμε μαζί της τελικά.
Δεν βρήκαμε ησυχία, ούτε γαλήνη πουθενά
κι ούτε την ειρήνη στο πλήρωμα του χρόνου
που τόσο πάντα λαχταρούσε η ανθρώπινη καρδιά.
Κι αρχίσαμε να φτιάχνουμε φωλιές-κλουβιά,
με υλικά τη μοναξιά, παρέα τη σιωπή
και τη σκια της θλίψης και του φόβου
κι όλα μαζί, ένα σωρό, τα βάψαμε χρυσή μπογιά!
Και θαμπωθήκαμε!
Και θαμπωμένοι, όμοια μ' αγρίμια και θεριά,
κει μέσα αμπαρωθήκαμε!
Αυτό ήτανε τ' όνειρο που ζήλεψε η καρδιά
και τ' όραμα της σκέψης του ανθρώπινου νου;
Σφραγίζοντας ερμητικά το μονοπάτι τ' ουρανού,
με δική μας θέληση στο πέρασμά μας απ' τη γη
δέσμιοι να καταλήξουμε στης μοναξιάς τη φυλακή;
Να παγιδεύσουμε στην ύλη τη σύντομη ζωή,
σ' του "εγώ" τις αυταπάτες να βυθιστούμε το ψέμμα,
την ύπαρξή μας να καλύψουμε στης αβύσσου τη σιωπή,
να εξοστρακίσουμε στο επέκεινα το αθάνατο πνεύμα;
Ω! πώς καταφέραμε τελικά και σκοτώσαμε την ψυχή μας,
την ίδια τη ζωή μας;

{απόσπασμα από την ποιητική μου συλλογή "Σκόρπια φύλλα"